Τα «Παιδιά της Αθήνας»
ήταν ταινία της εταιρίας του Ηλία Περγαντή.
Σύμφωνα με τα
δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, το σενάριο έγραψε ο Ίων Νταϊφάς και
τους διαλόγους ο Τίμος Μωραϊτίνης, όμως στους τίτλους της ταινίας ως μοναδικός
σεναριογράφος αναφέρεται ο δεύτερος.
Η ιστορία με λίγα
λόγια:
Με τη φτώχεια και την πείνα να θερίζουν στην Αθήνα της γερμανικής Κατοχής, δυο νεαροί, ο Αλέκος και ο Νώντας, γίνονται σαλταδόροι για να καταφέρουν να οικονομήσουν κάτι τι, όταν ο πρώτος μαθαίνει από τον παππού του ότι κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους. Τα δυο αγόρια συλλαμβάνονται και στέλνονται στη Γερμανία. Όταν επιστρέφουν, ο παππούς του Αλέκου έχει πλέον πεθάνει· η δε αδερφή του, η Μαρία, είχε έναν ερωτικό δεσμό με κάποιον πλούσιο γιατρό, τον Τάκη Μακρίδη, με τον οποίο γνωρίστηκε, όταν εκείνος φρόντιζε τον παππού της. Μια ανόητη παρεξήγηση απομακρύνει τον Τάκη από τη Μαρία, η οποία εν τω μεταξύ έχει μείνει έγκυος –κάτι που ο Τάκης αγνοεί. Τελικά –μετά από ελάχιστο δράμα και πολλούς κωμικούς διαλόγους– η ιστορία θα έχει χαρούμενο τέλος με τη μεσολάβηση του Αλέκου και του Νώντα.
Πρωταγωνίστησαν
οι: Χριστόφορος Νέζερ (παππούς), Έλλη Λαμπέτη (Μαρία), Γιάννης Αποστολίδης
(Γιώργος Μακρής, πατέρας του Τάκη), Άννα
Ραφτοπούλου (μητέρα του Τάκη), Ανδρέας Φιλιππίδης (Τάκης), Νίκος Φιλιππόπουλος
(Αλέκος) και Νίκος Καζής (Νώντας), ενώ σε μικρούς ρόλους εμφανίστηκαν οι Δέσπω
Διαμαντίδου (φίλη της Μαρίας), Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (στο ρόλο ενός
ηλικιωμένου, φίλου του παππού), Μιχ. Νικολόπουλος, Μερόπη Νέζερ, Νίκος Ευθυμίου και Κώστας
Πομώνης.
Τη μουσική έγραψε
ο συνθέτης Μίμης Κατριβάνος.
Η ταινία φερόταν έτοιμη από τον Ιανουάριο του 1947, η δε δοκιμαστική της προβολή πραγματοποιήθηκε στον «Ορφέα» στις 23 Μαΐου. Ωστόσο έπρεπε να περάσουν πέντε ακόμη μήνες για να μπορέσει να την παρακολουθήσει το ευρύτερο κοινό. Η πρώτη προβολή των «Παιδιών της Αθήνας» έγινε την εβδομάδα από τις 27.10.1947 σε πέντε αίθουσες σ’ όλη τη χώρα: «Κρόνος» και «Πάνθεον» στην Αθήνα, «Διονύσια» και «Εθνικόν» στη Θεσσαλονίκη και «Τιτάνια» στο Βόλο.
Στην Αθήνα, στους κινηματογράφους α΄ προβολής η ταινία έκοψε συνολικά 46.858 εισιτήρια και κατατάχθηκε 28η μεταξύ όλων των ταινιών της σεζόν 1947-48.
Οκτώ μέρες πριν
την πρεμιέρα, ο κριτικός του αθηναϊκού Εθνικού Κήρυκα είχε μόνο καλά λόγια να
πει για τα «Παιδιά της Αθήνας»:
«Όσοι
έτυχε να δούνε τη δοκιμαστική προβολή της, αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για την
καλύτερη Ελληνική ταινία από τεχνικήν άποψη. Φυσικά δεν πρόκειται να την
κρίνουμε απόλυτα, σαν ένα δημιούργημα της Εβδόμης Τέχνης, μα σχετικά με την
εξέλιξι της Ελληνικής Κινηματογραφίας, που ξέρουμε πόσο καθυστερεί ακόμη. Γι’
αυτό η κρίση μας πρέπει να διαπνέεται από κάποια συγκαταβατικότητα. Η
φωτογραφία της είναι λαμπρή και η φωνοληψία της με καλήν απόδοση, χάρις στον κ.
Δριμαρόπουλο της “Μέγα Φιλμ” που επεξεργάστηκε την ταινία.
Η
υπόθεση του έργου είναι από την Κατοχή: Πείνα, σαλταδόροι, κλούβα, ομηρία...
γύρω από ένα αισθηματάκι μιας ορφανής αδελφής σαλταδόρου, με κάποιο
πλουσιόπαιδο. Το τέλος όμως είναι ικανοποιητικό, επειδή ο πατέρας του
πλουσιόπαιδου είναι καλόψυχος και ηθικός άνθρωπος...
Ο
Νέζερ δίνει πολύ χαρακτηριστικά τον τύπο του Μπάρμπα Δημήτρη και η Έλλη Λαμπέτη
με το δημιουργικό ταλέντο της, τον τύπο της Μαρίας. Αποκάλυψη όμως αληθινή
είναι ο μικρός καλλιτέχνης Νίκος Φιλιππόπουλος, στο ρόλο του σαλταδόρου αδελφού
Αλέκου. Πρόκειται για ένα ταλέντο που έχει εκτός από τ’ άλλα ψυχικά προσόντα
και το χάρισμα μιας εξαιρετικής φωτογενείας, που μεγαλώνει την καλλιτεχνική του
σημασία για την οθόνη».
Ο «Κριτικός» της
θεσσαλονικιώτικης εφημερίδας Το Φως περιέγραψε μια ταινία «αξιόλογη, με έξυπνο σενάριο, γοργή πλοκή και με καλούς καλλιτέχνας»,
ενώ επαίνεσε ιδιαίτερα τις ερμηνείες των νεαρών πρωταγωνιστών κάνοντας μάλιστα
ειδική ονομαστική αναφορά στην Έλλη Λαμπέτη: «Το παίξιμο των παιδιών αυτών και της Έλλης Λαμπέτη είναι τελείως
ανεπηρέαστο από το Θέατρο. Γεμάτο φυσικότητα, χωρίς μεγάλες χειρονομίες και
γκριμάτσες με έκαναν να αισθανθώ μια πραγματική ελπίδα για το μέλλον του
Ελληνικού Κιν/φου και να πιστέψω ότι με τέτοιο έμψυχο υλικό υπάρχει ελπίς να
καταλάβη μίαν εξέχουσαν θέσιν και ο Ελληνικός Κιν/φος στην παγκόσμιον
Κινηματογραφίαν». Και συνέχιζε στο ίδιο θετικό μοτίβο:
«Στο
έργο αυτό δεν υπάρχουν οι προχειρότητες και οι θεατρινισμοί που μας είχαν
συνηθίσει ωρισμένα προηγούμενα έργα της προχείρου Ελληνικής παραγωγής.
Η
φωνοληψία του είναι πάρα πολύ καλή με επεξεργασία της ΜΕΓΑ ΦΙΛΜ. Επίσης το
μακιγιάζ και ο φωτισμός πάρα πολύ επιτυχημένο. Η σκηνοθεσία του κ. Τάκη
Μπακοπούλου αρκετά καλή, αν σκεφθή κανείς τα πενιχρά μέσα που διαθέτει διά τον
σκοπόν αυτόν ο Ελληνικός Κιν/φος. Ο διάλογος του κ. Τάκη Μωραϊτίνη αβίαστος,
ακούραστος και πολύ επιτυχημένος. Θα πρέπει ιδιαίτερα ν’ αναφέρω τον κ. Ίωνα
Νταϊφά, ο οποίος κατάφερε να παρουσιάση ένα σενάριο αρκετά πρωτότυπο, μέσα στα
πλαίσια της Ελληνικής ψυχής, δηλ. τον Ελληνικό πατριωτισμό και τις τίμιες
παραδόσεις της Ελληνικής οικογενείας. Από το έργο δεν λείπει σχεδόν τίποτα.
Γεμάτο αίσθημα και αναφερόμενο περιληπτικά στην περίοδον της σκλαβιάς με
φευγαλέες σκηνές από την αντίστασιν και τα σαμποτάζ του Ελληνικού Λαού εναντίον
των Γερμανών, την πείνα και τις κακουχίες, τους διωγμούς και την περίφημη
“κλούβα” μέσα στην οποίαν μάζευαν τα θύματά τους οι κατακτηταί, προκαλεί ρίγη
συγκινήσεως και κρατάει αδιάπτωτον το ενδιαφέρον του θεατού. Κοντά σ’ αυτά λίγη
“Πλάκα” με τραγούδια της Δανάης και ο απαραίτητος έρωτας δίνουν μια ζωηράδα
εξαιρετική στην όλη υπόθεση».
Σύμφωνα με τον
Αχιλλέα Μαμάκη, η ταινία ήταν μια «αποτυχία»,
κατώτερη των τεσσάρων καλύτερων μέχρι τότε ελληνικών ταινιών («Φωνή της
καρδιάς», «Βίλα με τα νούφαρα», «Χειροκροτήματα» και «Παπούτσι από τον τόπο
σου»). Και εξηγούσε το γιατί:
«Αν
και στην αρχή εκμεταλλεύονται ένα θέμα –την τραγωδία της Κατοχής– που συγκινεί
αφ’ εαυτού βαθύτατα, είνε εν τούτοις μετριώτατον αποτέλεσμα φιλοτίμου
διαθέσεως. Και σαν σενάριο και σαν σκηνοθεσία και σαν φωτογραφία και σαν
συγχρονισμός ομιλίας –ο Χριστόφορος Νέζερ ανέκφραστος απαγγέλει αργά και σε
στυλ παλιάς εντελώς σχολής, η δε Έλλη Λαμπέτη, που αποτελεί κόσμημα του θεάτρου
της πρόζας και γενικώτερη ελπίδα της ελληνικής σκηνής, στην οθόνη παίζει
εντελώς ασήμαντα, μ’ ελαττωματική κίνησι και ενοχλητικώς ψευδίζουσαν άρθρωσιν–
η καινούρια ελληνική ταινία είνε ατυχής. Ας μη γελιούνται οι επιχειρηματίαι,
που ο κοσμάκης, με την δίψα που έχει ν’ ακούη την γλώσσα του στον
Κινηματογράφο, προσέρχεται ανεκτικώτατα και παρακολουθεί με συγκατάβασιν την
προβλήν. Εάν θέλουμε ν’ αποκτήσουμε κάποτε πραγματικήν ελληνικήν
κινηματογραφίαν, πρόχειρες απόπειρες της μορφής που έχουν τα “Παιδιά της
Αθήνας” θα πρέπει μελλοντικώς να παύσουν να “γυρίζωνται”. Είνε δε τόση η προχειρότης
με την οποίαν έγινεν αυτό το φιλμ, ώστε [...] σε σκηνές, που εκτυλίσσονται την
εποχή της Κατοχής, εμφανίζονται στην οθόνη εφημερίδες που φέρουν τίτλους
εντύπων που εξεδόθησαν ύστερα από την απελευθέρωσιν και όπου ευχερέστατα
διαβάζει κανείς στοιχεία για την δράσι της... Ούνρα! Θα πήτε μικρολεπτομέρειες.
Μα τις αναφέρω για να καταλάβετε με ποιο τρόπο έγινε η δουλειά και τι έλλειψις
φροντίδος χαρακτηρίζει την όλη προσπάθεια. Μια προσπάθεια, που λυπούμαι ότι
διαπιστώ πως είνε από πάσης απόψεως καθαρώς ερασιτεχνική».
Ούτε
ένα θετικό δεν βρήκε να γράψει ο Γιάννης Μαρής στην κριτική του για τα «Παιδιά
της Αθήνας», όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Μάχη:
«Δεν έχουμε παρά να πούμε πως λίγος σεβασμός,
στην μεγάλη υπόθεση της Αντίστασης και στο κοινό, και το έργο δεν θα τολμούσε
να δει τη δημοσιότητα.
Τέτοια προχειρότητα και τσαπατσουλιά, τέτοια
αδιαφορία, τέτοια επιπολαιότητα, δεν είναι εύκολο να βρεθεί.
Το έργο δεν είναι κακό απλώς. Είναι χείριστο. Και οι
κύριοι που ξέρουν πως θα βγάλουν οπωσδήποτε λεφτά, εκμεταλλευόμενοι την αγάπη
του κοινού στην Αντίσταση, στον κινηματογράφο και την στοργή για κάτι ελληνικό,
θα πρεπε να υπήρχε τρόπος να εμποδίζονται απ’ αυτή τους την ενέργεια.
Ξέρουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνονται οι
ελληνικές ταινίες. Κι όμως είδαμε ταινίες τουλάχιστο συμπαθείς. (“Παπούτσι από
τον τόπο σου”, “Μαρίνα” κλπ.)
Η ταινία του “Κρόνου” δεν είναι απλώς μια κακή ταινία.
Είναι μια κακή πράξη».
Ο Κ.
Καλαφάτης σχολίαζε από τις σελίδες του Ριζοσπάστη (Ρίζος της Δευτέρας):
«Μ’ όλο που η καινούργια ελληνική ταινία
διαφημίζεται για το αντιστασιακό της περιεχόμενο, όμως στην πραγματικότητα πολύ
λίγη αντίσταση περιέχει μέσα της κι’ αυτήν από την πιο εύθυμη άποψη, γιατί
βέβαια οι σαλταδόροι μ’ όλο που έκαναν, χωρίς να το επιδιώκουν, ζημιές στους
Γερμανούς, δεν αποτελούσαν βέβαια παρά μονάχα την πολύ ελαφρά μορφή αντίσταση.
Ωστόσο όμως κι αυτή φυσικά η άποψη έχει το ενδιαφέρο της μόνο που το σενάριο
δεν ασχολείται αρκετά μ’ αυτήν. Έχει όμως, είναι αλήθεια, και μερικές
συγκινητικές σκηνές, όπως π.χ. η περίφημη “κλούβα” των Γερμανών. Το υπόλοιπο
μέρος της ταινίας εξαντλείται πάνω στο αισθηματικό επίπεδο, ανάμεσα σ’ έναν
γιατρό του Ερ. Σταυρού (Φιλιππίδης) και μιας κοπέλλας (Έλλη Λαμπέτη) που οι
περιστάσεις της κατοχής τούς έκαναν να γνωρισθούν και να σφραγίσουν την
γνωριμία τους αυτή, έπειτα από περιπέτειες, με τον πιο τίμιο τρόπο, τον γάμο.
Στον τεχνικό τομέα η μεγαλύτερη αδυναμία της ταινίας
είναι η έλλειψη σκηνοθεσίας, κυρίως από την άποψη της υποκριτικής διδασκαλίας.
Σε πολλά σημεία η φωτογραφία είναι πραγματικά καλή και κυρίως στα εξωτερικά,
τόσο ως σύνθεση όσο και στη φωτεινότητα και ακόμα, ίσως για πρώτη φορά, η
φωνοληψία και ιδίως ο συγχρονισμός εικόνας και ομιλίας είναι αν όχι άψογοι,
αλλά υποφερτοί. Υποφερτός είναι κι ο ρυθμός ιδίως των σκηνών όπου δεν υπάρχουν
σταματήματα. Η απουσία όμως σκηνοθέτη είναι τόσο έκδηλη που καταστρέφει ό,τι
καλό υπάρχει στην ταινία αυτή. Και είναι γνωστό ότι κινηματογραφική ταινία
σημαίνει πριν απ’ όλα σκηνοθέτη. Το αποτέλεσμα αυτής της ουσιαστικής έλλειψης
είναι κυρίως ότι αδικούνται οι ηθοποιοί και σε τελευταία ανάλυση ζημιώνεται ο
νεαρός μας ελληνικός κινηματογράφος. Είναι σφάλμα μεγάλο να νομίζεται ότι τον
σκηνοθέτη μπορούν να τον αναπληρώσουν οι τεχνικοί, γιατί περισσότερο από κάθε
ανάλογο είδος, στο κινηματογραφικό έργο είναι ανάγκη επιτακτική ο σκηνοθέτης να
βάζει την σφραγίδα της κινηματογραφικής του προσωπικότητας».
«Η ταινία άρχιζε με εμφάνιση τραγωδίας, συνέχιζε
σε δράμα δακρύβρεκτον και κατέληγε σε... οπερέττα!», σχολίαζε ο Γιώργος
Λαζαρίδης στην εφημερίδα Εμπρός. «Φωτογραφία
κάκιστη με την απαραίτητ πάντοτε αβάντα της Ακρόπολης, αφήστε που όταν οι
ηθοποιοί έκλειναν το στόμα τους τότε μόλις άρχιζε ν’ ακούγεται η... ομιλία τους!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου