«Μαρίνος Κοντάρας»

Παραγωγή της εταιρίας «Ελ Φιλμ» με καλλιτεχνική διευθύντρια τη λογοτέχνη Μαρία Χατζηνάκου (η πρώτη γυναίκα παραγωγός του ελληνικού κινηματογράφου, που λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν και η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης του ως Μαρία Πλυτά), σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλα, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη, που περιλαμβανόταν στις «Νησιώτικες Ιστορίες» του, με θέμα την ιστορία του Μαρίνου Κοντάρα, ενός κουρσάρου που ερωτεύεται κεραυνοβόλα τη Λεμονή, την κλέβει και αποφασίζει ν’ αλλάξει ζωή για χάρη της, είναι δε τόσο βαθιά ερωτευμένος μαζί της που –πολλά πολλά χρόνια μετά– πεθαίνει τη μέρα της κηδείας της αγαπημένης του συζύγου.

Βέβαια το διήγημα του Α. Εφταλιώτη είναι σχετικά μικρό, ώστε ο Γ. Τζαβέλας έπλασε ένα δικό του κινηματογραφικό μύθο πάνω σ’ αυτήν την ιστορία, που χρονικά τοποθετείται, όπως και το διήγημα, στα τέλη του 19ου αιώνα. Μάλιστα ναυλώθηκαν ειδικά καράβια, ενώ φτιάχτηκαν και φορεσιές εκείνης της εποχής.

Οι προετοιμασίες για την ταινία ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1947, όταν ο Γιώργος Τζαβέλλας επισκέφθηκε διάφορα νησιά των Κυκλάδων και των Σποράδων, προκειμένου να επιλέξει το νησί, όπου θα πραγματοποιούνταν τα γυρίσματα.

Οι πρώτες πληροφορίες ήθελαν πιθανότερη την επιλογή της Σκοπέλου, ως υποψήφιοι δε πρωταγωνιστές εμφανίζονταν ο Γιώργος Παπάς και η Ειρήνη Λελέκου (η γνωστή μας Ειρήνη Παπά, τότε τελειόφοιτος της δραματικής σχολής). Τελικά, όμως, τα νησιά, που επελέγησαν, ήταν η Σαντορίνη και η Πάρος, ενώ στους δύο κύριους πρωταγωνιστικούς ρόλους του Μαρίνου Κοντάρα και της Λεμονής προτιμήθηκαν ο Μάνος Κατράκης και η Μπίλι Κωνσταντοπούλου.

Άλλοι ηθοποιοί, που πήραν μέρος στην ταινία, ήταν οι Βασίλης Διαμαντόπουλος (στο ρόλο του Γρηγόρη Φυσέκη, αδερφού της Λεμονής), Πέτρος Γιαννακός, Ανθή Μηλιάδου, Σπ. Καψάλης, Γ. Τζιφός, Πάνος Καραβουσάνος, Γ. Μπαστιανίδης, Μ. Βλαχάκης, Κίμων Σπαθόπουλος, Κ. Λάσκαρης, Α. Τσιρουνάκης, Π. Ραφελέτος και Γ. Ζαγοραίος. Πολλοί ήταν ερασιτέχνες και μεταξύ αυτών δύο κάτοικοι της Πάρου, οι Λούης και Ε. Πιτροπάκης.

Οπερατέρ ήταν ο Ιάσων Νόβακ.

Το μακιγιάζ επιμελήθηκε ο Κίμων Σπαθόπουλος.

Η διδασκαλία των χορών έγινε από τον καθηγητή Σακελλαρίου.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου 1947 και ολοκληρώθηκαν στα μέσα Δεκεμβρίου -στην Πάρο είχαν ολοκληρωθεί πολύ νωρίτερα, στις 10 Οκτωβρίου.

Εδώ μια μικρή παρένθεση, για μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: Το 1947 γυρίστηκαν ακόμη δύο ταινίες στο νησί της Πάρου, ο σκοπός των οποίων ήταν η τουριστική προβολή του νησιού. Η πρώτη είχε τίτλο «Διαμάντι των Κυκλάδων» και λήφθηκε από τον οπερατέρ Δριμαρόπουλο για λογαριασμό της «Μέγα Φιλμ» με δαπάνες των συλλόγων «Πραξιτέλης» και «Ένωσις των Παρίων» αποτυπώνοντας στον κινηματογραφικό φακό όλα τα χωριά και τις ακρογιαλιές του νησιού, ενώ η δεύτερη λήφθηκε από άλλο –μη προσδιορισθέν– κινηματογραφικό συνεργείο ύστερα από πρωτοβουλία της «Ενώσεως Παρίων» και κατέγραψε τον εορτασμό και το πανηγύρι της Εκατονταπυλιανής το δεκαπενταύγουστο. Ωστόσο η τύχη των δύο ταινιών είναι άγνωστη, καθώς αναβαλλόταν διαρκώς η –αρχικά προσδιορισθείσα για το Νοέμβριο του 1947– προβολή τους.



ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ

Πίσω στον «Μαρίνο Κοντάρα» και κάποια παραλειπόμενα από τα γυρίσματα, όπως τα αφηγήθηκε ο Γιώργος Τζαβέλλας σε σχετικό αφιέρωμα της εφημερίδας Έθνος στις 31.05.1949:

«Πολύ χαριτωμένα επεισόδια συνέβησαν στην Πάρο και στη Σαντορίνη, με τον παλαίμαχο ηθοποιό του μελοδράματος, τον Σπύρο Καψάλη, που έδωσε τον περίφημο τύπο του νησιώτη λεβεντόπαπα, τον αξέχαστο “Παπά-Βαγγέλη”. Πραγματικά ήταν τόσο επιτυχημένη η εμφάνισή του με τα ράσα και την ψεύτικη γενειάδα, που δεν ξεχώριζε καθόλου από έναν αληθινό παπά. Μόλις εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα δρομάκια της Σαντορίνης καβάλα πάνω σ’ ένα μουλάρι –το “ταξί” της Σαντορίνης– για να πάει από το ξενοδοχείο στον τόπο του γυρίσματος, όλοι τον πήραν για τον δεσπότη που ήρθε να κάνει περιοδεία και έτρεξαν να του φιλήσουν το... χέρι. Το πιο περίεργο όμως είναι ότι βγήκε να τον προϋπαντήσει κι ένας αληθινός παπάς. Η συνάντηση αυτή ήταν αξέχαστη. Οι δυο “παπάδες” χαιρετίστηκαν εγκάρδια, ήπιαν καφέ και συζήτησαν για εκκλησίες, για βυζαντινή μουσική και για... κινηματογράφο. Εν τέλει και “εις ανάμνησιν” φωτογραφήθηκαν μαζί και πολύ λυπούμαι που δεν έχω πρόχειρο να σας δώσω ένα αντίτυπο αυτής της “ιστορικής” φωτογραφίας.

Τα ίδια συνέβησαν και στην Πάρο. Ο κόσμος μόλις τον έβλεπε στα στενά δρομάκια, έτρεχε να του φιλήσει το χέρι και οι παρεξηγήσεις αυτές ήταν αγαθότατες... Κάποια μέρα όμως παρά λίγο να δημιουργηθεί και μια πολύ δυσάρεστη ιστορία. Μ’ όλη την ευγένεια της φιλοξενίας, ο αστυνόμος της Πάρου με κάλεσε ένα πρωί στο γραφείο του και μου έδειξε μια περίεργη... μήνυση, π[ου του κατατέθηκε από τον δεσπότη. “Μήνυσις επί... αντιποιήσει του ιερατικού σχήματος”. Ομολογώ ότι βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Φυσικά και ο ίδιος ο αστυνόμος παραδέχτηκε, χωρίς συζήτηση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει “αντιποίησις”, γιατί εν προκειμένω δεν υπάρχει δόλος και απάτη, όπως ορίζει ο νόμος, αλλά πρόκειται περί επαγγελματία ηθοποιού, ο οποίος έχει δικαίωμα να φορέσει οποιαδήποτε στολή, είτε ιερωμένου είτε στρατιωτικού είτε και αυτοκράτορα αν ο ρόλος το καλεί. Αλλά ο δεσπότης υποστήριζε στη μήνυση ότι, εφόσον ο νόμος προβλέπει ότι αντιποίηση υπάρχει, όταν γίνεται κάτι “προς χρηματισμόν”, ο ηθοποιός παραβαίνει το νόμο, διότι... πληρώνεται. Ζήτημα, δηλαδή, που μπορούσε να φθάσει μέχρις Αρείου Πάγου. Εν πάση περιπτώσει, το ευτύχημα ήταν ότι οι σκηνές του “Παπά-Βαγέλη” είχαν τελειώσει κι έτσι η ιστορία σταμάτησε ίσαμε κει, γιατί ο σεβαστός δεσπότης της περιοχής είχε γίνει έξω φρενών βλέποντας έναν ηθοποιό να του παίζει τον... παπά.

Και για να τελειώνουμε με τον “Παπά-Βαγέλη”, ωραία περιπέτεια ήταν ακόμη μία στη Σαντορίνη. Σύμφωνα με το συμβόλαιό του, ο Καψάλης έπρεπε να ελευθερωθεί από κάθε υποχρέωση ορισμένη ημερομηνία και να επιστρέψει στην Αθήνα για μια σοβαρή ιδιωτική του υπόθεση. Αλλά εμένα μου έλειπα ακόμα να συμπληρώσω μια σκηνή, που δεν πρόφτασα να γυρίσω. Βαπόρι είχε μόνο μία φορά την εβδομάδα και ο Καψάλης ήταν αδύνατο να περιμένει. Να τον κρατήσω πάλι, ούτε συζήτηση. Τι να γίνει λοιπόν; Βρέθηκε αντικαταστάτης στο ίδιο σουλούπι και στο ίδιο μπόι ο... λιμενάρχης! Ο θαυμάσιος αυτός άνθρωπος μας είχε καθυποχρεώσει σε χίλια δυο ζητήματα και ήταν προθυμότατος να μας εξυπηρετήσει σε κάθε τι. Αλλά αυτό;.. Πώς να του το προτείνει κανείς;... Φαντασθείτε ένα σοβαρό λιμενάρχη να του φορέσουμε ράσα, να του κολλήσουμε γένια και κείνη την ώρα ξαφνικά να εμφανισθεί –ας πούμε– ένα... αντιτορπιλικό και να πρέπει ν’ ασκήσει τα καθήκοντά του. Ποια θα ήταν τότε η θέση του κ. λιμενάρχη; Απλούστατα, πρότεινε κάποιος, θα φορέσει τα ρούχα του κ. λιμενάρχη ένας άλλος... Εν τέλει, επειδή άλλη λύση δεν υπήρχε –τι να κάνω– επιχείρησα το “απονενοημένο διάβημα”... Ο κ. λιμενάρχης υπέκυψε στις παρακλήσεις μου, του φορέσαμε και τα ράσα, του κολλήσαμε και τα γένια και η σκηνή γυρίστηκε χωρίς να παρουσιαστεί ευτυχώς κανένα αντιτορπιλικό και καμιά άλλη, κανενός είδους ανωμαλία. Και επιπλέον η σκηνή αυτή πέτυχε τόσο καλά, ώστε στην προβολή κανένας δεν πήρε χαμπάρι την αλλαγή, μολονότι αλλού ήταν ο παπάς και... αλλού τα ράσα του!..

Διασκεδαστική επίσης από τον “Κονταρά” ήταν η “Ιστορία των Κουρσάρων”. Οι τέσσερις ατρόμητοι θαλασσόλυκοι που αποτελούσαν το τσούρμο του Μαρίνου, ο Βαρούχας ο τιμονιέρης, ο Τραγούδας ο γεμιτζής, ο Κοντοζαφείρης ο μπεκρής και ο ναύτης ο κοκός –ιδίως αυτός– δεν μπορούσαν να μπουν στο καΐκι γιατί απεδείχθη... ότι τους έπιανε η θάλασσα!... Φανταστήκατε ποτέ κουρσάρους να υποφέρουν από ναυτία; Κάπου λοιπόν ήταν μια φράση που έλεγε ένας απ’ όλους αυτούς:

- Εμείς φάγαμε τη θάλασσα με την κουτάλα, τα βάλαμε με όλες τις φουρτούνες...

Το γύρισμα ήταν εν πλω και υπήρχε και ένα ελαφρό κουνηματάκι στο καΐκι. Πάει λοιπόν να πει τη φράση ο θαλασσόλυκος... αλλ’ αρχίζει να κιτρινίζει, αρχίζει να ιδρώνει... Στοπ!... Και η σκηνή διακόπηκε, για να ταΐσει ο κ. θαλασσόλυκος τα... ψάρια! Επαναλήφθηκε την επομένη, μα με το καράβι δεμένο στο μόλο και με φόντο την ανοιχτή θάλασσα...». 

ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ

Οι προβολές της ταινίας ξεκίνησαν στη Θεσσαλονίκη και τον κινηματογράφο «Ηλύσια», όπου προβλήθηκε για δύο εβδομάδες από τις 16 Φεβρουαρίου 1948. Την πρώτη μέρα φέρονται να κόπηκαν (περίπου) 3.800 εισιτήρια.

Ακολούθησε μια δοκιμαστική προβολή στο «Ρεξ» της Αθήνας το μεσημέρι της 25ης Φεβρουαρίου, ενώ για το ευρύ αθηναϊκό κοινό οι προβολές ξεκίνησαν από την 1η Μαρτίου στους κινηματογράφους «Ρεξ» και «Κρόνος». Το εφταήμερο κόπηκαν αθροιστικά 52.605 εισιτήρια (29.275 και 23.330 αντίστοιχα). Παρότι ήταν οι δύο κινηματογράφοι με τα περισσότερα εισιτήρια, κανένας από τους δύο δεν δέχτηκε να συνεχίσει τις προβολές, επειδή οι αριθμοί ήταν πεσμένοι συγκριτικά με την προηγούμενη εβδομάδα!

Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος για τον «Μαρίνο Κοντάρα», ο οποίος από τις 8 Μαρτίου συνέχισε τις προβολές του στον «Απόλλωνα» για δύο επιπλέον εβδομάδες κόβοντας 9.931 εισιτήρια την περίοδο 08 έως 14.03 και 8.498 εισιτήρια την περίοδο 15 έως 21.03.

Συνολικά έκοψε 71.034 (σύμφωνα με τα νούμερα που δημοσίευσε η εφημερίδα Έθνος κάθε εβδομάδα) ή 70.962 εισιτήρια (σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Ελευθερία τον Αύγουστο του 1948) και ήταν η δωδέκατη εμπορικότερη ταινία της σεζόν 1947-48 στους αθηναϊκούς κινηματογράφους πρώτης προβολής.

Στις περισσότερες διαφημιστικές αγγελίες αναφερόταν με τον υπότιτλο «Μαρίνος Κοντάρας (Ο κουρσάρος του Αιγαίου)».

Η ταινία σήμερα είναι κατεστραμμένη. Τον Ιούλιο του 2009, στην Πάρο προβλήθηκαν 14 λεπτά, τα οποία είχαν αναστηλωθεί από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Πότε έγινε η καταστροφή; Άγνωστο, όμως οπωσδήποτε μετά τις 24 Νοεμβρίου 1982, ημερομηνία προβολής του «Μαρίνου Κοντάρα» στην τηλεόραση (ΕΡΤ-2, 10 μ.μ.).



 ΚΡΙΤΙΚΕΣ (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΕΣ)

Ενθουσιώδης ήταν η κριτική που δημοσίευσε η εφημερίδα Μακεδονία μία μέρα μετά την πρώτη προβολή της ταινίας στην πόλη, που ήταν και η πρώτη πανελλαδικά:

«Δικαιολογημένα τα ενθουσιώδη σχόλια, που γραφήκανε προ ημερών στις αθηναϊκές και ντόπιες εφημερίδες για την καινούργια ταινία της ΕΛ-ΦΙΛΜ “Ο Μαρίνος Κοντάρας”, που παίζεται από χθες στην πόλη μας στα “Ηλύσια”. Πολύ μάλιστα δικαιολογημένα, διότι η ταινία αυτή κανένα ελάττωμα τεχνικό και εκτελέσεως δεν έχει. Το γύρισμά της άψογο, η φωνοληψία της πάρα πολύ καλή, μάλλον τελειότατη, ο φωτισμός και η φωτογραφία υπεραξιέπαινη. Σε πολλά σημεία ξεπερνά κάθε προσδοκία. Η υπόθεσίς της πολύ ενδιαφέρουσα. Δεν της λείπει ούτε η συγκίνησις, ούτε το αίσθημα, ούτε το γέλιο και η περιπέτεια. Εκείνο όμως που θαυμάζει κανείς είνε και η μουσική της υπόκρουσις, καλοβαλμένη σε κάθε σκηνή του έργου. Τα τραγούδια της, λαϊκά νησιώτικα, θα κυριαρχήσουν σαν το αλησμόνητο εκείνο “Όλοι καλάρουνε” της “Μαρίνας”. Οι πρωταγωνισταί της, ο αγαπητός Μάνος Κατράκης, υπέροχος, η Μπίλιω Κωνσταντοπούλου πολύ ώμορφη. Ένα μπράβο αξίζει στην ελληνική κινηματογραφία, που ξεπερνά κάθε γλυκανάλατο έργο άλλων γειτονικών χωρών μας».

Οι κριτικές στον αθηναϊκό τύπο ήταν ισορροπημένες, αναγνωρίζοντας θετικά και αρνητικά.

Το σημείωμα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, παρατηρούσε:

«Ειλικρινής σύνοψις των εντυπώσεών μας είνε αυτό που συνήθως λέγεται “λίγο ακόμη και εφθάσαμε στο τέλειον”. Η ταινία πράγματι του νησιώτη κουρσάρου δεν μπορεί να ζηλέψη τίποτε από τις διαφημιζόμενες ως σπουδαίες ξένες ταινίες, τόσον από απόψεως φωτοτεχνικής, σκηνοθεσίας, όσον και φωνοληψίας.

Τα Ελληνικά –θαλασσινά νησιώτικα– τοπία και τα εσωτερικά έχουν παρθή με αγάπη και συναίσθησι του φωτισμού και της οραματικής ικανοποιήσεως.

Το μειονέκτημα ευρίσκεται εις δύο σημεία. Στο υπερβολικό μακιγιάζ που έκανε αίφνης την χαριτωμένη νέα που πρωταγωνιστεί –εξαιρετικώς καλά– από απλή νησιωτοπούλα να φαίνεται μιξοπάρθενη των σημερινών κοσμικών σαλονιών και στην κακή επιλογή των προσώπων που κράτησαν τους κυρίους ρόλους.

Υπεχρεώθη δηλαδή ο κατά πάντα συμπαθής Κατράκης να δώση έναν τύπο ρωμαλέου και υγειούς και καυγατζή ανθρώπου, ενώ όλο του το φυσικό σύνολο κάθε άλλα παρά αυτό του επέτρεπε.

Μειονέκτημα μεγάλο δεν ήταν γιατί το συνηθίσαμε πλέον με τις ελληνικές ταινίες, ότι μερικοί από τους εκτελεστάς της ωραίας ταινίας δεν κατώρθωσαν να αποβάλουν την ιδέα ότι δεν έπαιζαν στο παλκοσένικο, αλλά προ του φακού.

Άλλο είνε το τραγικό ερώτημα που απευθύνεται προς τους διανοουμένους μας. Όταν η ιστορία των ναυμάχων μας και των θαλασσινών μας είνε τόσο πλούσια (μας έρχονται πρόχειρα στη μνήμη οι άθλοι και οι περιπέτειες του Λάμπρου Κατσώνη) άξιζεν άραγε τον κόπο και την σπατάλη τόσου χρήματος για μια πράγματι καλή ταινία, για να κινηματογραφηθή η υπόθεσις Κοντάρα που το πρωτότυπό της πεζογράφημα, έχει προ παντός την χάρι του διαλόγου και της ηθογραφικής περιγραφής και όχι την πλοκή που είνε κατά βάσιν κακότυπος».

Σταθμίζοντας τα πλεονεκτήματα («γνησίως ελληνικό θέμα, ατμόσφαιρα ζωής θαλασσινών περασμένης εποχής και φυσικές καλλονές καλοπαρμένες από το νησιωτικό διάδημα του Αιγαίου») και τα μειονεκτήματα («φωνοληψία, απλοϊκότητα μύθου, φτώχεια τεχνικών και οικονομικών μέσων»), ο Αχιλλέας Μαμάκης διαπίστωνε ένα «πολύ συμπαθητικό αποτέλεσμα». Και συνέχιζε:

«Φυσικά η σύγκρισις με τα παρεμφερή ξένα θέματα αποβαίνει συντριπτική. Ο Κατράκης –που υποδύεται τον Κοντάρα με χαρακτηριστική ρωμαλέα διαγραφή· σφύζει από λεβεντιά και ο ηρωικός τύπος παρέχεται κατά τον πιο ανάγλυφο και αδρό τρόπο– διαθέτει μονάχα 4 ή 5 συντρόφους. Φυσικά μια απλή φούχτα “παλληκάρια” δεν συνθέτουν εντύπωσιν κουρσάρικου καραβιού ή έστω και οργανωμένου λαθρεμπορικού. Έπειτα η απαγωγή της κοπέλλας την οποίαν ερωτεύεται ο Κοντάρας –η Μπίλλη Κωνσταντοπούλου είνε νόστιμη, χωρίς όμως να φανερώνη, τουλάχιστον εις την οθόνην, προσόντα ξεχωριστού ταλέντου– υπογραμμίζει εντονώτερα την απλοϊκότητα, που έχει αποτυπωμένη την σφραγίδα της σ’ όλη την εκτύλιξι της πλοκής. Απαγωγή μέρα μεσημέρι στο νησί χωρίς κανείς ν’ αντιληφθή την άφιξιν των κουρσάρων, καταντά τουλάχιστον αφελής. Κατόπιν το καινούργιο ελληνικό φιλμ δεν κατορθώνει να ξεφύγη από το μόνιμο ελάττωμα της ντόπιας παραγωγής. Όλες οι σκηνές παρατραβούν σε μήκος. Έτσι η δράσις προβάλλει κατά κανόνα με πολλούς πλατυασμούς και αποβαίνει μοιραίως χαλαρή. Πράγμα που επιτείνεται από την φτώχεια δράσεως που διακρίνει το σενάριο. Κυρίως όμως σ’ αυτές τις παρατηρήσεις τον πρώτον ρόλον κατέχει η φωνοληψία. Τα τεχνικά μέσα δεν επέτρεψαν εις τον κ. Γ. Τζαβέλλα “σύγχρονον λήψιν”. Το αποτέλεσμα είνε ότι όλος ο διάλογος εις τον “Κοντάρα” ακούεται σε χαμηλό τόνο. Όταν δε παρεμβάλλεται και υπόκρουσις, τότε η μουσική σχεδόν καλύπτει την ομιλία. Αλλά πιο σημαντικό ακόμη βρίσκω το ότι δεν υπάρχει αρκετό χρώμα στις διάφορες φωνές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το μεγαλύτερο μέρος του διαλόγου δεν δημιουργεί την εντύπωσιν που αξιοί το κείμενον. Προπάντων ο κ. Διαμαντόπουλος –που διά να ήτο πειστικός θα έπρεπε, νομίζω, να παίζη κάπως “ηρωικότερα”– ενώ καυγαδίζει και υποτίθεται ότι φωνάζει, σπανιώτατα ακούεται με θυμωμένη ή έντονη φωνή. Τα λέω όλα αυτά επειδή βασικά παραδέχομαι πως ο “Μαρίνος Κοντάρας” είνε ταινία πολύ άνω του μετρίου, που επιδέχεται “κριτική”, πρέπει δε να λέγωνται [...] και οι ελλείψεις τους, ούτως ώστε μελλοντικώς να διορθώνωνται. Δεν παραλείπω όμως να υπογραμμίσω πως υπάρχει καλή φωτογραφία –τα εξωτερικά προ πάντων Πάρου και Σαντορίνης είνε έξοχα– και πως ο κ. Γ. Τζαβέλλας στο ιστορικό θέμα επέτυχε να δημιουργήση ελληνική ατμόσφαιρα εποχής με τα πιο λιτά μέσα και κατά ικανοποιητικό τρόπο, με κινηματογραφικής υφής δε επεισόδια. [...]».

Ο Γιάννης Μαρής παραδεχόταν ότι αρχικά είχε μια αρνητική προκατάληψη για την ταινία, οφειλόμενη στις μέχρι τότε «προχειρότητες» της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, άποψη που άλλαξε άρδην μετά την παρακολούθησή της:

«Όχι πως κι εδώ η ελληνική παραγωγή ξεπέρασε τις γνωστές δυσκολίες. Η έλλειψη μέσων, τεχνικής, κινηματογραφικής παράδοσης φάνηκαν και στην τελευταία αυτή ταινία. Μα οι ελλείψεις ήταν ακριβώς αυτές που δεν μπορούσαν παρά αντικειμενικά να υπάρχουν. Δεν ήταν αποτέλεσμα της αδιαφορίας και της τσαπατσουλιάς των δημιουργών της.

Ο κ. Τζαβέλλας πρόσεξε με στοργή το θέμα του. Οι ερμηνευτές καταφέρανε να μην είναι αξιοθρήνητες απομιμήσεις “αστέρων” του ξένου κινηματογράφου ούτε ηθοποιοί που κάνουν θέατρο μπροστά σε φωτογραφική μηχανή. Οι κ. κ. Κατράκης, Διαμαντόπουλος μας δώσανε τύπους γνώριμους και κοντινούς μας.

Για τα κακοτραβηγμένα “εσωτερικά” μάς αποζημίωσαν τα θαυμάσια “εξωτερικά”, που τόσο πλούσια χαρίζουν τα ελληνικά ακρογιάλια.

Ο “Μαρίνος Κοντάρας” είναι μια συμπαθητική νησιώτικη αισθηματική ταινία που βλέπεται ευχάριστα και κατακτά τη συμπάθεια του θεατή, έτσι που συγχωρεί τις άλλες ελλείψεις της. Μόνο που ο “Μαρίνος Κοντάρας” απ’ Εφταλιώτη δεν είναι.

Ο Αγγελοκάμωτος και τρομερός κοντραμπατζής που παίζει με το θάνατο, με τα στοιχεία της φύσης και το λάζο του, πουθενά μέσα στο φιλμ δεν βρίσκεται. Κι ο θρύλλος των παράνομων αυτών ιπποτών του ελληνικού νησιού, που ζει ακόμα στις αναμνήσεις των παλαιών ανάμεσα Λέσβος και Κυδωνίες, δεν ζει μέσα στην ταινία. Μαθαίνουμε πως ο Μαρίνος Κοντάρας είναι ο τρομερός κοντραμπατζής, μα η εξέλιξη του έργου δεν μας το δίνει.

Σ’ αυτό ασφαλώς φταίνε τα τεχνικά μέσα που λείπουνε. Μα φταίει ακόμα και η απομάκρυνση σε πάρα πολλά σημεία από το διήγημα του Εφταλιώτη. Κι ακόμα δεν δίνεται όσο χρειάζεται η συμμετοχή του χωριού στα “γενόμενα”. Όλα γίνονται –κατά σωστή παρατήρηση φίλου μας Λέσβιου ποιητή– ερήμην των κατοίκων.

Ο τόνος του “Μαρίνου Κοντάρα” έχει κατέβει πολύ από το επικό της ύψος. Μα κι έτσι είναι συμπαθέστατη σαν μια νησιώτικη αισθηματική ιστορία. Και σαν τέτοια τη χαιρετούμε».

Αυστηρός στην κριτική του ήταν για ακόμη μια φορά ο Μάριος Πλωρίτης, ο οποίος ωστόσο αναγνώριζε πρόοδο στην τεχνική του σκηνοθέτη Γ. Τζαβέλα:

«Ο “Μαρίνος Κοντάρας” δε θέλει (και δεν πρέπει) να είναι μια ερωτική μόνο ιστορία. Θέλει και πρέπει να υψωθεί σε ύμνο της ρωμέικης λεβεντιάς –έστω και της παράνομης λεβεντιάς των κοντραμπαντιέρηδων. Να τραγουδήσει την παράτολμη ζωή των λαθρεμπόρων αυτών που ιστόρησε ο Εφταλιώτης και που πάλευαν νυχτοήμερα με τα στοιχειά της θάλασσας και με τους νόμους των ανθρώπων παίζοντας με το θάνατο, παίζοντας με το χρυσάφι, αλλά μην παίζοντας ποτέ με την “τιμή”, όπως εκείνοι την καταλάβαιναν... Ε, αυτό, τα μίζερα νταηλίκια του “Κοντάρα” δεν καταφέρνουν με κανέναν τρόπο να το δώσουν. Ακούμε για την παλλικαριά του Μαρίνου, ακούμε για την επικίνδυνη ζωή του, μα δε βλέπουμε παρά έναν τρατάρη που σουλατσέρνει από νησί σε νησί με τη συνοδεία ενός μεγαλόστομου σπήκερ που λέει πολλά και δε δείχνει τίποτα. Επειδή δε μπορεί να δείξει. Πώς ο κ. Τζαβέλλας να κάνει εικόνες αυτά που λέει, πώς να ιστορήσει την αμάχη του Κοντάρα με τη θάλασσα και με τους ανθρώπους; Με τι μέσα; Και τα δυο καΐκια που έχει, θαύμα είναι πώς τα βρήκε. Μα πώς να δώσει μάχες και φουρτούνες κι αγώνες; Αναγκάζεται λοιπόν να τα διηγηθεί όλα αυτά και να αντικαταστήσει με ψωροκαυγάδες σε νησιώτικα καλντερίμια. Έτσι το “δράμα” του “Κοντάρα” –το δίλημμά του ανάμεσα στην αγάπη που του τάζει ειρηνική, γαλήνια ζωή και στη θάλασσα που του νανουρίζει αμέτρητες αναμνήσεις από καϊμούς, χαρές και πόνους– μένει ολότελα ξένο για το θεατή. Εδώ, λοιπόν, αστόχησε ο κ. Τζαβέλλας. Ενώ άντλησε απ’ τη σωστή πηγή –την “ελληνική περιοχή”– θέλησε, με το νερό που πήρε, να φτιάξει κρασί. Αλλά ο Κοντάρας δεν είναι ο εν Κανά γάμος. Κι εκεί που τα καράβια του Χόλλυγουντ χάνονται συχνά, πώς να μη χαθούν τα βαρκάκια του Ασπρονησιού;

Πέρα όμως απ’ το λάθος αυτό, πρέπει να διαπιστωθεί η αναμφισβήτητη τεχνική πρόοδος του κ. Τζαβέλλα. Οι άνθρωποί του έχουν περισσότερη κίνηση, οι εικόνες του και οι “αγωνίες” του περισσότερη κινηματογραφικότητα και πολλές σκηνές του, ζωή αξιόλογη. Φυσικά δε φτάσαμε ακόμα στην περιπόθητη “άνεση” δεσίματος σκηνών και κίνησης ανθρώπων, αλλά κι η μικρή πρόοδος είναι, για μας, σημαντική. Η φωτογραφία του κ. Ι. Νόβακ, αν και άνιση (πολλά εσωτερικά και θαμπά), παράταξε όμως άφθονα ωραία εξωτερικά, ωραία τραβηγμένα κι ωραία φωτισμένα. Το μακιγιάζ, τόσο καλό ώστε δε διακρινόταν, αλλά η φωνοληψία κι ο συγχρονισμός ήταν ελαττωματικοί και χειροτέρευαν περισσότερο απ’ το αδιάκοπο τσίρισμα μιας κραυγαλέας, τάχα “λαϊκής” μουσικής, που σκέπαζε τα πάντα. (Απ’ την άποψη αυτή οι “Γερμανοί” ήταν ασύγκριτα ανώτεροι.) Οι ηθοποιοί μας δεν ελύθηκαν ακόμα. Είτε στέκονται αρτηριοσκληρωτικοί μπρος στο φακό, είτε υπερπαίζουν ή, καλύτερα, κάνουν θέατρο. Μ’ όλο που η τελευταία τούτη αρρώστια μόλυνε και τον κ. Κατράκη και τον κ. Διαμαντόπουλο, έδωσαν, ωστόσο, οι ηθοποιοί αυτοί στους ρόλους τους αυθόρμητη λεβεντιά ο ένας και πειστική θρασυδειλία ο άλλος. Η δ. Μπίλλυ Κωνσταντοπούλου, ίσως επειδή έχει λιγότερο τοξινωθεί απ’ το θεατρικό μικρόβιο, ήταν αρκετά απλή σε παίξιμο κι άνετη σε κίνηση. Έχει, για τον κινηματογράφο μας, φυσικά και τεχνικά χαρίσματα αξιοσημείωτα».

Αντίθετα, ο Γιώργος Λαζαρίδης στο Εμπρός ξεχώρισε τον «Μαρίνο Κοντάρα» ως «την καλυτέραν από καλλιτεχνικής απόψεως» ελληνική ταινία της σεζόν 1947-48 διευκρινίζοντας: «Η ταινία αυτή δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν αρτία από τεχνικής απόψεως, αλλά υπάρχει το ελαφρυντικό για τον δημιουργό ότι καταπιάστηκε με θέμα εξαιρετικά δύσκολο, πράγμα για το οποίο είναι πέρα για πέρα αξιέπαινος… Ήταν μια ταινία φτιαγμένη με τις δυνατότητες του ελληνικού κινηματογράφου. Η αξία όμως του νεαρού δημιουργού της έγκειται αλλού. Δηλαδή εις το ότι καταπιάστηκε με θέμα καθαρώς ελληνικό… Έλαβε ως βάσιν το διήγημα του Κοντάρα του Αργύρη Εφταλιώτη, το ξανάπλασε, το προσάρμοσε κινηματογραφικά και μας παρουσίασε μια ταινία ΕΛΛΗΝΙΚΗ, εις την οποίαν χαιρόμαστε –έστω και λίγο μίζερα– το Αιγαίο, με τους κοντραμπατζήδες του και με όλη την ειδυλλιακή εκείνη ομορφιά των Άσπρων Νησιών και της γαλανής θάλασσας που βρέχει τις Κυκλάδες… Πώς να μη συγκινηθής από την προσπάθεια που κρύβει μέσα της τον αγνό καλλιτέχνη με τις πηγαίες εμπνεύσεις, ύστερα μάλιστα από εκείνα τα αηδιαστικά δακρύβρεκτα σενάρια με τις ένοχες μητέρες και τους άπιστους μπαμπάδες. Βλέπουμε εδώ τον Τζαβέλλα να μας προσφέρη κάτι το αγνό που μυρίζει αλμύρα θάλασσας και θυμάρι βουνού, φτιαγμένα μάλιστα όλα αυτά με τρόπο νοικοκυρεμένο, φυσιολογικό, στρωτό και κατά κυριολεξίαν σεμνό!».

Με αφορμή την προβολή της ταινίας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (κινηματογράφος «Φεριάλ» από 29.08.1949), η εφημερίδα Ταχυδρόμος της ελληνικής παροικίας φιλοξένησε τα εξής:

«Ένα αληθινά ωραίο έργο που χάρις στην τέχνη του και στην ποιητική του πνοή, άφησε τις καλλίτερες εντυπώσεις και συγχρόνως την επιθυμία να το αναϊδή κανείς.

Ο Μάνος Κατράκης ήταν ένας Μαρίνος Κοντάρας, ένας κουρσάρος του Αιγαίου, άφθαστης λεβεντιάς, που δεν χόρταινε να τον βλέπη κανείς. Η Μπίλλυ Κωνσταντοπούλου, μια αληθινά ωραία κοπέλλα κι εξαίρετη ηθοποιός, ενεσάρκωνε θαυμάσια το πρόσωπο της Λεμονής. Μα κι όλοι οι άλλοι ήταν λαμπροί τόσο από απόψεως εμφανίσεως, όσο κι ηθοποιίας –ιδίως ο

Κος Βασίλης Διαμαντόπουλος στο ρόλο του αδελφού της Λεμονής. Τα θαλασσινά τοπεία, το βραχώδες νησί με το ρωμαντικό ξωκκλήσι του Άη-Νικόλα, του Κοντραμπαντιέρη, ειδικού προστάτου των πειρατών και των λαθρεμπόρων, το Ασπρονήσι με τα γραφικά σπιτάκια του, με τους λεβεντονιούς του και τις ωραίες του κοπέλλες, μας μετέφεραν στην Ελλάδα για μια ώρα –μιαν εξαιρετικά ευχάριστη ώρα...».


Τον Ιούνιο του 1949, ο «Μαρίνος Κοντάρας» προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Κνοκ στο Βέλγιο. Η προβολή έγινε μάλλον από σπόντα, καθώς επίσημα η Ελλάδα επρόκειτο να εκπροσωπηθεί στο Φεστιβάλ με την «Άννα Ροδίτη». Η ταινία βρισκόταν τράνζιτ στα βελγικά τελωνεία για εμπορική εκμετάλλευση, όταν επιτράπηκε μία μοναδική προβολή για ενδιαφερόμενους Βέλγους επιχειρηματίες και κριτικούς του κινηματογράφου. Οι τελευταίοι φέρονται να έγραψαν θετικά σχόλια, οπότε παρενέβη ο Έλληνας πρεσβευτής στις Βρυξέλλες, Τριανταφυλλάκος, ο οποίος ζήτησε από το υπουργείο Εξωτερικών να πάψει να θεωρείται «τράνζιτ» η κόπια του φιλμ του «Μαρίνου Κοντάρα», ώστε να επιτραπεί η εξαγωγή της από το τελωνείο και να υποβληθεί στο φεστιβάλ εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, όπως και έγινε.

Ο ανταποκριτής της εφημερίδας Η Βραδυνή, Μ. Κ. Κλήμης, δεν έκρυψε την αποστροφή του για την ταινία, η οποία –κατά τη γνώμη του– «δεν έπρεπε ποτέ να περάσει τα σύνορα του τόπου μας, ούτε φυσικά να εμφανισθή εις ένα διεθνή διαγωνισμόν. Το “σενάριο” είνε γεμάτο παιδικήν αφέλειαν, το “ντεκουπάζ” είνε κακότεχνον και η σκηνοθεσία του χονδροειδής. Όσον αφορά την εμφάνισιν (τίτλον κτλ.) αύτη είνε τόσον κακού γούστου και τόσον αδυνάτου ώστε ευθύς εξ αρχής προδιαθέτει δυσαρέστως τον θεατήν. Πολύ μικράν παρηγορίαν αισθάνεται κανείς μόνον από την εκ μέρους της Κωνσταντοπούλου ερμηνείαν ως και εις τινας σπανίας στιγμάς της φωτογραφήσεως».

Η παραγωγός εταιρία «Ελ Φιλμ» απάντησε στέλνοντας στον αθηναϊκό τύπο μεταφρασμένα τα δημοσιεύματα τριών βελγικών εφημερίδων, τα οποία ήταν πολύ πιο κολακευτικά για την ταινία. Πιο συγκεκριμένα:

Η εφημερίδα «Τα Σπορ» έγραφε: «Ο κόσμος δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα εξ ολοκλήρου. Να είσαστε πεπεισμένοι περί αυτού. Παραδείγματος χάρη η Ελλάδα. Πιστεύετε αναμφίβολα ότι δεν υπάρχουν εκεί παρά μόνο τα ερείπια της Πελοποννήσου, η διαφανής ατμόσφαιρα, οι επαναστάτες στρατηγοί, ο αρχαίος αντισφαιριστής, ο Τάφος του προ Χριστού Μαραθωνοδρόμου Νικητή και ο τάφος του πρώτου Μαραθωνίου των νεότερων Ολυμπιακών αγώνων. Όχι, υπάρχει κάτι περισσότερο. Υπάρχει Κινηματογράφος στην Ελλάδα. Μας τον αποκάλυψε ένας περίφημος κύριος ονόματι Ξενοφών, παρουσιάζοντας σε εκδοχή ομιλούσα ελληνικά, όπως τον καιρό που ψελλίζαμε με μέτρο τους στίχους του Ομήρου, χωρίς υποτίτλους, τη χαμογελαστή και ιπποτική ιστορία του Μαρίνου Κοντάρα. Το φιλμ θα ετοιμαστεί για να παρουσιαστεί στο κοινό του Βελγίου με προσθήκη υποτίτλων, ώστε να γίνεται απολύτως καταληπτή η ιστορία του. Ίσως είναι κρίμα. Γιατί το βελγικό κοινό θα στρέψει ένα μέρος της γοητευμένης του προσοχής στο κείμενο, που αλλιώς θα το αφιέρωνε στις εύληπτες και φωτεινές εικόνες που πλημμυρίζουν το έργο».

Η «Ηχώ του Χρηματιστηρίου»: «Δοκιμάσαμε την έκπληξη ν’ ανακαλύψουμε αυτήν τη βδομάδα την ύπαρξη ενός κινηματογράφου ελληνικού. Ένας κινηματογράφος κάτι παραπάνω από τίμιος. Κίνηση, χαμόγελο και προπαντός εικόνες μιας καθαρότητας, μιας πλαστικής πλουσιότητας, αληθινά εξαιρετικής. Είδαμε τον Μαρίνο Κοντάρα. Δεν υπήρχαν δυστυχώς υπότιτλοι. Εν τούτοις έβλεπε κανείς τόσο, ώστε να καταλάβει ότι πρόκειται για έναν αξιαγάπητο Δον Ζουάν, που ένα χαμόγελο της Ωραίας τον εμπόδισε να εξακολουθήσει τη χαριτωμένα περιπετειώδη καριέρα του κάτω από τον καθαρό ουρανό του Αιγαίου. Τελείως απλό, όπως βλέπετε... Αλλά εικόνα, περιβάλλον, ανάλαφρη σπινθηροβολία και μέτρο σε κάθε τι κοσμούσαν όλη τη διήγηση. Κρίνοντας απ’ το δείγμα, φρονούμε ότι ο ελληνικός κινηματογράφος θ’ άξιζε χωρίς αμφιβολίας κάποιας υπολήψεως».

Και τέλος, η «Φας α μαιν»: «Ο Μαρίνος Κοντάρας είναι ένα ελληνικό φιλμ. Ένα είδος μοντέρνου παραμυθιού, όπου ο νεαρός Κουρσάρος του Αιγαίου κλέβει την όμορφη Λεμονή, που θα παντρευτεί. Ρωμαίος και Ιουλιέτα σε ελληνικό ντεκόρ. Αυτό που θ’ αρέσει στους θεατές περισσότερο από τη σκηνοθεσία και το επιμύθιο, θα είναι οι λεπτομέρειες του τοπικού χρώματος, όπως οι χοροί, τα τραγούδια, η μουσική, τα έθιμα, με μια λέξη η αλήθεια μιας απλής πατριαρχικής ζωής που έμεινε αμετάβλητη από αιώνες».

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου