Πρόκειται για την
πρώτη παραγωγή της εταιρίας «Ανζερβός» (που όφειλε την ονομασία της στο
ονοματεπώνυμο του ιδιοκτήτη της, Αντώνη Ζερβού), η οποία ιδρύθηκε την περίοδο
της Κατοχής και, παρότι άργησε να παρουσιάσει την πρώτη της ταινία (λόγω και της
καταστροφής των κτιριακών της εγκαταστάσεων κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών),
τα επόμενα χρόνια –μέχρι το 1967– θα έχει έντονη παρουσία στην εγχώρια
κινηματογραφική παραγωγή.
Την περίοδο των
γυρισμάτων αναφέρθηκε στον αθηναϊκό τύπο και με τους τίτλους εργασίας «Ηρωίς»
και «Ηρωίς Άννα Ροδίτη».
Το σενάριο έγραψαν
οι Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος και Παναγιώτης Παπαδούκας.
Η υπόθεση του
έργου είχε ως εξής:
Έτος 1943. Ο υποπλοίαρχος Άρης Γαλανός
αποβιβάζεται μυστικά στη Ρόδο. Με τους συντρόφους του στήνουν ενέδρα σ’ έναν
Ιταλό απεσταλμένο άρτι αφιχθέντα από τη Ρώμη, τον Τζιοβάνι, τον οποίο συλλαμβάνουν
και στέλνουν σ’ ένα μοναστήρι. Στη θέση του εμφανίζεται στον Ιταλό διοικητή των
Δωδεκανήσων ο Άρης και του αποσπά μυστικά που εξυπηρετούν το συμμαχικό στόλο. Στο
μεταξύ, πλέκεται ένα ειδύλλιο ανάμεσα στον Άρη και την Άννα, κόρη του προύχοντα
Παναγή Ροδίτη, με την οποία γνωρίζονταν από πριν. Η Άννα είναι άλλωστε η μόνη,
που γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα. Ωστόσο η οικογένεια της Άννας και οι
λοιποί κάτοικοι του νησιού, που αγνοούν την πραγματική ταυτότητα του
ψευδο-Τζιοβάνι, δυσανασχετούν μ’ αυτό το ειδύλλιο.
Κάποια στιγμή ο αληθινός Τζιοβάνι το σκάει
από το μοναστήρι. Ο Άρης προλαβαίνει να φύγει από τη Ρόδο και επιστρέφει στον
ελληνικό στόλο, όπου παρασημοφορείται, ενώ η Άννα συλλαμβάνεται και
παραπέμπεται στο στρατοδικείο. Στο μεταξύ όμως η Ιταλία συνθηκολογεί και η
διοίκηση της Ρόδου, όπως και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων, περιέχεται στους
Γερμανούς, οι οποίοι αφήνουν ελεύθερους όλους τους κρατουμένους.
Η Άννα, ηρωίδα πια για το λαό της Ρόδου, πληροφορείται από το ραδιόφωνο ότι ο υποπλοίαρχος Άρης Γαλανός σκοτώθηκε. Πενθεί για εκείνον, αγνοώντας ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Τελικά οι δυο τους θα επανασυνδεθούν λίγα χρόνια αργότερα, τη μέρα των εορτασμών για την απελευθέρωση της Ρόδου και την ένωση του νησιού, όπως και όλων των Δωδεκανήσων, με την Ελλάδα.
Πρωταγωνίστησαν οι:
Λάμπρος Κωνσταντάρας .. Άρης Γαλανός
Καίτη Πάνου …………… Άννα Ροδίτη
Γιάννης Πρινέας ……….. Παναγής Ροδίτης
Λαλάς Ιακωβίδης ………. Παντελής
Νίκος Ματθαίου ……….. Γιάννης
Πέρσα Βλάχου …………. Χαρίκλεια
Αλίκη Άλφα ……………. Αλίκη (φίλη της Άννας)
... και σε μικρότερους ρόλους οι Δήμος Σταρένιος, Αθανάσιος Τσολακόπουλος, Κωσταντίνος Ροκανάς, Δημήτρης Βουδούρης, Ε. Τσακίρογλου, Α. Παλατσιώλης, Στέλιος Αρβανίτης, Γ. Μαλανδράκης, Καίτη Λάβδα, Ν. Σταματίου, Αλ. Μαθιός, Ρόη Φωκά, Μαίρη Πιπίνου, Δ. Μαντικός κ.ά.
Τη μουσική της
ταινίας έγραψαν οι Νίκι Γιάκοβλεφ και Ζακ Ιακωβίδης. Ακούστηκαν τα τραγούδια
«Κι αν μου φύγεις και σε χάσω» ερμηνευμένο από την Καίτη Πάνου σε στίχους Κ.
Κοφινιώτη και μουσική Ι. Βέλλα, όπως και το «Καπετάνιε χαμογέλα» σ στίχους Κώστα
Νικολαΐδη και μουσική Νίκι Γιάκοβλεφ, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Λοιποί συντελεστές:
Διευθυντής παραγωγής: Μιχάλης Γαζιάδης
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Γαζιάδης, Γιάννης
Φιλίππου
Οπερατέρ: Μιχάλης Γαζιάδης
Μηχανικός ήχου: Γ. Νιαγασάς
Μοντάζ: Γ. Σοβρέζ
Μακιγιάζ - Κομμώσεις: Ζωρζ Καρακατσάνης
Μακέτες: Γ. Κ. Καραζήσης
Κατά δήλωση του
ίδιου του Μ. Γαζιάδη, για την κινηματογράφηση χρησιμοποιήθηκε η μηχανή που ο
ίδιος είχε χρησιμοποιήσει προ εικοσιπενταετίας και πλέον κατά τη λήψη των
ζουρνάλ από τη μάχη του Σαγγάριου!
Τα πλάνα από τους
εορτασμούς για την απελευθέρωση της Ρόδου είχαν ληφθεί από το σκηνοθέτη Μ.
Γαζιάδη ήδη από το Μάρτιο του 1947 και δεν είχαν προβληθεί σε κάποιο ζουρνάλ,
κρατώντας τα επίτηδες ως επίλογο για την «Άννα Ροδίτη».
Όλα τα γυρίσματα της
ταινίας έγιναν στη Ρόδο τον Αύγουστο του 1947 πλην τεσσάρων σκηνών, οι οποίες
λήφθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά και το Ναύσταθμο.
Να σημειωθεί ότι τα
μηχανήματα του κινηματογραφικού συνεργείου βρίσκονταν στο νησί ήδη από τον
Ιούλιο, όμως καθυστέρησε η έγκριση του σεναρίου από τις στρατιωτικές αρχές της
Δωδεκανήσου, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει και η έκδοση των αδειών για το
ταξίδι των συντελεστών!
Παραλειπόμενα από
τα πρώτα γυρίσματα της ταινίας στη Ρόδο μοιράστηκε με τους αναγνώστες του
Έθνους ο δημοσιογράφος Αχιλλέας Μαμάκης, όπως για παράδειγμα το ατύχημα που
είχε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας σ’ ένα βράχο, όταν σκίστηκε το παντελόνι του με
αποτέλεσμα να προβεί σε... «αποκαλύψεις» που διέκοψαν αναγκαστικά τη λήψη της
σκηνής. Σε μια άλλη σκηνή, η Καίτη Πάνου με το Νίκο Ματθαίο έπρεπε να μπουν σε
μια βάρκα, όμως ο ηθοποιός βιάστηκε να «βιράρει» τη βάρκα με αποτέλεσμα να
πέσουν οι δύο τους στη θάλασσα και να πάρουν ένα απρογραμμάτιστο μπάνιο με τα
ρούχα και τα μακιγιάζ τους!
Υπήρχαν όμως και
απρόοπτα, που ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενα από τους ηθοποιούς και το
κινηματογραφικό συνεργείο, όπως η ξαφνική εμφάνιση δεκάδων χιλιάδων πεταλούδων
σ’ έναν ανθώνα, που προσέδωσαν «ένα
ανεκτίμητο στοιχείο φυσικής ομορφιάς», όπως σχολίαζε ο Αχ. Μαμάκης.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ
Οι προβολές
ξεκίνησαν στους κινηματογράφους «Έσπερος», «Σταρ» και «Τιτάνια» επίσημα στις 29
Μαρτίου 1948, όμως ανεπίσημα η πρώτη προβολή της ταινίας είχε γίνει δυο μέρες
νωρίτερα στον «Έσπερο» σε μια φιλανθρωπική παράσταση, τα έσοδα της οποίας
επρόκειτο να διατεθούν στην παιδούπολη, που σχεδίαζαν να ιδρύσουν οι
κινηματογραφιστές στα Δωδεκάνησα, για εκατό παιδιά από τη βόρειο Ελλάδα, που
είχαν πέσει θύματα του εμφυλίου πολέμου.
Την πρώτη
εβδομάδα, 65.207 θεατές παρακολούθησαν την «Άννα Ροδίτη» στους τρεις αθηναϊκούς
κινηματογράφους (29.369 στον «Τιτάνια», 19.198 στον «Έσπερο και 16.640 στο
«Σταρ», που αποτελούσε ρεκόρ για τη συγκεκριμένη αίθουσα).
Τη δεύτερη
εβδομάδα οι προβολές συνεχίστηκαν στον «Έσπερο» και το «Σταρ», όπου κόπηκαν
12.361 και 10.594 εισιτήρια αντίστοιχα. Σ’ αυτά προστίθενται τα 11.987
εισιτήρια που κόπηκαν στον «Έσπερο» κατά την τρίτη εβδομάδα προβολής της
ταινίας την εβδομάδα 12 - 18 Απριλίου.
Συνολικά, στους
κεντρικούς αθηναϊκούς κινηματογράφους α΄ προβολής η «Άννα Ροδίτη» έκοψε 100.149
εισιτήρια σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευε κάθε εβδομάδα η εφημερίδα Έθνος
ή 100.079 εισιτήρια σύμφωνα μ’ ένα συγκεντρωτικό πίνακα που δημοσίευσε η
εφημερίδα Ελευθερία τον Αύγουστο του 1948. Ήταν η πέμπτη εμπορικότερη ταινία
της σεζόν 1947-48 στους αθηναϊκούς κινηματογράφους πρώτης προβολής –και η
δεύτερη μεταξύ των ελληνικών ταινιών της σεζόν πίσω από τους «Γερμανούς».
Από τις 4 Οκτωβρίου 1948 η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται στα «Ηλύσια» της Θεσσαλονίκης, όπου οι προβολές συνεχίστηκαν επί πέντε εβδομάδες. Σύμφωνα με το Έθνος, τις πρώτες τρεις εβδομάδες φέρονταν να την είχαν παρακολουθήσει 65.000 θεατές περίπου, εκ των οποίων οι 55.000 –σύμφωνα με διαφημιστική αγγελία στον τοπικό τύπο– τις πρώτες δύο εβδομάδες προβολών στην πόλη. Ήταν δε τόσο μεγάλη η εμπορική επιτυχία της «Άννας Ροδίτη» στη Θεσσαλονίκη, ώστε από τις 8 Νοεμβρίου οι προβολές της ταινίας συνεχίστηκαν στο «Ίλιον» και από τις 15 Νοεμβρίου σε άλλη μεγάλη κινηματογραφική αίθουσα της συμπρωτεύουσας, το «Πατέ»!
Πώς όμως
μεταφράζονταν όλα αυτά τα εισιτήρια σε εισπράξεις και κατ’ επέκταση σε κέρδος
για την εταιρία παραγωγής; Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Έθνος στις 21
Ιουνίου 1949, ο Αντ. Ζερβός έδωσε τα εξής στοιχεία: Το γύρισμα της ταινίας
κόστισε 328.000.000 δραχμές. Από την εμπορική εκμετάλλευσή της μέχρι την
ημερομηνία της συνέντευξης είχε αποδώσει 352.000.000 δρχ., ενώ η εταιρία
ανέμενε εισπράξεις επιπλέον 100.000.000 δρχ. την επόμενη τριετία από τις
προβολές στην επαρχία, σε συνοικιακούς κινηματογράφους της πρωτεύουσας και στο
εξωτερικό.
Και πάλι όμως, παρόλες αυτές τις εισπράξεις –πραγματικές και προσδοκώμενες– η εταιρία παραγωγής «Ανζερβός» θα έβγαινε ζημιωμένη. Ο λόγος; Αφενός η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος για τη συγκέντρωση όλων αυτών των χρημάτων, ενώ στο μεταξύ η αξία του χρήματος έφθινε λόγω του πληθωρισμού (τα 328.000.000 δρχ. των εξόδων αναφέρονταν στην αξία του χρήματος το 1947, όταν γυρίστηκε η ταινία, τα δε 352.000.000 δρχ., που απέδωσε η «Άννα Ροδίτη» αναφέρονταν σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και μάλιστα σε διάρκεια περίπου δεκαπέντε μηνών με άλλη αξία χρήματος), αφετέρου τα επιπλέον έξοδα στα οποία έπρεπε να προβεί η εταιρία παραγωγής για την προώθηση της ταινίας (τα λεγόμενα «έξοδα εκμεταλλεύσεως», δηλαδή για τις αποστολές του φιλμ, τη διατήρηση γραφείων κλπ.). Το κυριότερο όμως: τα 352.000.000 δρχ. δεν κατέληξαν στα ταμεία της «Ανζερβός» εξαιτίας της δυσβάσταχτης φορολόγησης των ταινιών.
Όπως το έθετε ο Αντ. Ζερβός στη συνέντευξή του: «Φαντασθείτε ότι εάν [ένα] θέατρο προβάλλει μια ελληνική ταινία και εισπράξει 100.000.000 δρχ., εξ αυτών αμέσως το κράτος παίρνει 54.000.000 δρχ. μέσω [του] φόρου δημοσίου θεαμάτων, εκ δε των υπολοίπων 46.000.000 δρχ. θα πάρει η ελληνική ταινία 45%, ήτοι 20.700.000 δρχ., τα δε υπόλοιπα μένουν στο θέατρο για έξοδά του»!
ΚΡΙΤΙΚΕΣ (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΕΣ)
Στην κριτική του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία, ο Μάριος Πλωρίτης έκανε λόγο για «χαμένη ευκαιρία»: «Μερικές εικόνες της είναι αληθινά ωραίες, αλλά οι γραφικότητες του νησιού και τα “φολκλοριστικά” στοιχεία που πρόσφερε (κοστούμια, τραγούδια κλπ.) χρησιμοποιήθηκαν ολότελα εξωτερικά και μ’ επιδεικτισμό που μόνο μια τουριστική ταινία θα δικαιολογούσε. Ήταν πολύ φανερό πως ένα σωρό σκηνές είχαν γυριστεί μόνο και μόνο για να δειχτούν τα τοπία του νησιού. Έτσι όμως ο ρυθμός του έργου πήγαινε περίπατο κι η “τοπιογραφία” καταντούσε ενοχλητική. Το καθαυτό θέμα της –ένας Έλληνας αξιωματικός υποκρίνεται τον Ιταλό φασίστα και μαθαίνει σπουδαιότατα αμυντικά μυστικά του εχθρού– έχει πολλά, πάρα πολλά επιθεωρησιακά γνωρίσματα. Αυτή η συνήθεια να παρουσιάζουμε ολότελα ηλίθιους τους αντιπάλους, δεν ελαττώνει και τη σημασία και το μέγεθος του δικού μας αγώνα; Τέλος η σκηνοθεσία του κ. Μιχ. Γαζιάδη μαρτυράει την ίδια αδεξιότητα που έχουν τα 9/10 των ελληνικών φιλμ: οι ήρωες περπατάνε κι όλο περπατάνε χωρίς κανέναν οργανικό λόγο, μόνο και μόνο για να “σπάσει” ο καθιστός διάλογος κι η μονοτονία του ντεκόρ».
Στον αντίποδα, ο
κριτικός του αθηναϊκού Εθνικού Κήρυκα, που υπέγραφε ως «Ν.», επιφύλασσε μόνο
θετικά λόγια: «Επί τέλους και μία
Ελληνική ταινία που βλέπεται, και μάλιστα μ’ ευχαρίστησι. Η φυσική ωμορφιά και
η φωτογένεια της νήσου Ρόδου, μας κάνει να επιθυμούμε αυτή τη ταινία χρωματιστή.
Αλλά μη ζητούμε πολλά. Η μουσική είναι ευχάριστη και έξυπνα προσαρμοσμένη. Το
δε ρυθμικό και ευχάριστο τραγουδάκι “Καπετάνιε, καπετάνιε…” υπόσχεται να γίνη
ένας από τους πιο λαοφιλείς σκοπούς. Μου φάνηκε σ’ αυτό ν’ αναγνωρίζω ολίγο την
σλαυική νοσταλγία των ρωσσικών τραγουδιών. Όσον αφορά την υπόθεσι, είναι τέτοια
ώστε να ενθουσιάζη κάθε Ελληνική καρδιά. Το ότι εις την ταινίαν αυτήν ο
σκηνοθέτης μεταχειρίστηκε τους Ιταλούς με επιείκειαν και διάκρισιν, είναι καλόν
σημείον διά την πολιτικήν της αύριον. Αυτή η ταινία πρέπει να θεωρηθή ως ο
θεμέλιος λίθος της Ελληνικής κινηματογραφίας».
Για ακόμη μια φορά
ο Αχιλλέας Μαμάκης έγραψε ένα αρκετά αναλυτικό κριτικό σημείωμα, χωρίς να
χαριστεί σε κανέναν. Ως γενική διαπίστωση, υποστήριξε ότι η ταινία «δεν ξεφεύγει σχεδόν στο παραμικρό από τα
ερασιτεχνικά πλαίσια, μέσα εις τα οποία κινείται η όλη εγχώριος παραγωγή.
Καμμιά δημιουργική σκηνοθεσία. Έλλειψις μάλιστα εδώ συγχρόνου λήψεως,
μεταπτώσεις κάθε τόσο τόνου και χρώματος φωνοληψίας, αργή εκτύλιξις ωρισμένων
σκηνών, βραδύτατη κατά κανόνα ομιλία, ελαττωματικά τα περισσότερα “εσωτερικά”,
αν και αυτά ομολογουμένως συνολικώς είνε πολύ λίγα τον αριθμό».
Από την άλλη
ξεχώρισε την «καλή –πολλές φορές και
αρίστη– φωτογραφία των εξωτερικών», την επιλογή να τοποθετηθεί η δράση στα
Δωδεκάνησα και να γυριστεί η ταινία εξ ολοκλήρου στο νησί της Ρόδου, ενώ θετικά
σχολίασε και τη συγγραφική τριάδα, η οποία «δεν
θα μπορούσε να κάμη καλύτερο ντεμπούτο εις την οθόνη από αυτό το εύρημα: Με την
έντονη διαίσθησι της επικαιρότητος, που την διακρίνει, επενόησε σενάριο με
θέμα, που, ανεξαρτήτως ποιότητος μύθου, συγκινεί τον θεατή». Δεν παρέλειψε
ωστόσο ο Αχ. Μαμάκης να υπογραμμίσει ότι «η
πλοκή δεν αντέχει σ’ έλεγχο της λογικής. Ούτε π.χ. θα μπορούσε ποτέ ένας
υποπλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, που στέλλεται για πολεμική υπηρεσία, να
κάθεται να ερωτοτροπή μέρες στις πλατείες, τις εξοχές και τις αμμουδιές της
Ρόδου. Τόση αφέλεια κατασκόπου είνε απαράδεκτη. Ούτε φυσικά θα ήταν δυνατόν να
δίδη οδηγίες εις τον διοικητήν, να φέρεται... ήπια προς τους Έλληνας και γενικά
να ζητή δια λογαριασμόν της Ρώμης στοιχεία της αμύνης της νήσου, που δεν
νοείται να τ’ αγνοή το κέντρον, που είνε εις απόστασιν... ασυρμάτου. Αλλ’ εδώ
είπαμε: Όλη η υπόθεσις ήταν να κατασκευασθή ένα συμβατικό σενάριο, που να
“εξευτελίζη” τους Ιταλούς, να εξαίρη την ελληνικήν τόλμην, να εξυμνή την
αντίστασιν των Δωδεκανησίων και να συνθέτη μια ερωτική ιστορία, που να έχη την
ευτυχή κατακλείδα της με την απελευθέρωσιν της Ρόδου».
Και ενώ το σενάριο
(«ενδιαφέρον και μ’ αρκετάς μεταπτώσεις
στην αρχή και κατόπιν ολονέν χαλαρώτερο και περισσότερον αφελές»)
κατασκευάστηκε «μ’ αρκετή μαεστρία από
τους τρεις θεατρικούς συγγραφείς», η σκηνοθεσία «χώλαινε», καθώς «κατά κανένα
τρόπο δεν έδωσε την ατμόσφαιρα της “ιταλικής” Ρόδου. Είνε τόσο γαλήνιο το νησί
στις στιγμές του πολέμου, που όχι μόνον ο κατάσκοπος κάνει ερωτικές εκδρομές,
αλλά και οι Ροδίτισσσες –με... μεταξωτά, παρακαλώ γιορτινά φουστάνια!–
τραγουδούν αμέριμνες στην εξοχή με τα καλά τους, λες και ήξεραν ότι θα πάη ο
φακός να τους απαθανατίση». Γενικά: Οι ηθοποιοί απλώς κινούνται διά να
συνδέσουν τα στοιχεία του μύθου, χωρίς να πείθουν ότι ζουν στα Δωδεκάνησα του
1943. Τεραστία διαφορά με τον “Μαρίνο Κοντάρα”, όπου ο Τζαβέλλας αναπαρέστησε
–μ’ όσα μέσα διέθετε– μια εποχή. Με το χρώμα της και όλα τα στοιχεία που την
έκαναν πιστευτή».
Τέλος, αναφορικά
με τις ερμηνείες των ηθοποιών, ο καλλιτεχνικός συντάκτης της εφημερίδας Έθνος
ξεχώρισε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, ο οποίος ήταν «ειδικευμένος για τέτοιους ηρωικούς αισθηματικούς τύπους της οθόνης»,
όμως στάθηκε αυστηρός με την Καίτη Πάνου, η οποία «εκτός από το ότι τραβάει κουπί και οδηγεί και αμάξι μ’ άλογο, δεν
νομίζω να έκαμε άλλη ουσιαστική πρόοδο. Ο ρόλος απαιτούσε συνθετικώτερες
ικανότητες και η νεαρά πρωταγωνίστρια της εβδόμης Τέχνης διαθέτει ως βασικά στοιχεία
κυρίως την φυσική της εμφάνισι και απλώς πείραν τεχνικής».
«Η ταινία αυτή παρά τους κάποιους πλατυασμούς
στην δράσι της και τις εκτεταμένες μακρυλογίες της ανήκει στην μερίδα των
επιτυχημένων ταινιών. Και η επιτυχία οφείλεται εις την ελληνικότητα του θέματος»,
σχολίασε στην εφημερίδα Εμπρός ο Γιώργος Λαζαρίδης λίγους μήνες αργότερα.
Τον Ιούνιο του
1949 η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ του Κνοκ μαζί με τον «Μαρίνο
Κοντάρα» με τη διαφορά ότι το φιλμ της «Άννας Ροδίτη» είχε αποσταλεί από το
υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών την τελευταία στιγμή, καθώς η μόνη κατάλληλη
κόπια της ταινίας βρισκόταν στην Αίγυπτο και είχε γαλλικούς υποτίτλους.
Ημερήσια βελγική
εφημερίδα έγραψε ότι «Η Άννα Ροδίτη
υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια της αφέλειας και την ανεπιτηδειότητας. Η
πραγματική αδυναμία της ταινίας αυτής έγκειται στο σενάριο, η δε ταινία θα ήταν
δυνατόν να παράσχει θέμα για μια παρωδία πρώτης τάξεως».
Στις 4 Νοεμβρίου
1949 η «Άννα Ροδίτη» προβλήθηκε στην αίθουσα Σαγιώ του Παρισιού, σημειώνοντας
ιδιαίτερη επιτυχία, παρουσία 2.500 Ελλήνων και Γάλλων θεατών, σύμφωνα με
τηλεγράφημα του Έλληνα διευθυντή της γαλλικής εταιρίας παραγωγής και
εκμετάλλευσης ταινιών «Φρανς Μοαγιέ Οραιάν» προς τον παραγωγό της «Άννας
Ροδίτη», Αντώνη Ζερβό.
Με αφορμή την προβολή
της ταινίας στον κινηματογράφο «Avenue Playhouse» της Νέας Υόρκης από τις 22 Μαρτίου 1950,
το περιοδικό Variety δημοσίευσε κριτικό σημείωμα, σύμφωνα με το
οποίο η «Άννα Ροδίτη» απευθυνόταν «αυστηρά
στο ελληνόφωνο κοινό [...] εξαιτίας της πατριωτικής φύσης της ιστορίας και των
κωμικών ιντερλουδίων στο διάλογο και την ιστορία και [σ.σ. οι Έλληνες θεατές]
θα παραβλέψουν τα ελαττώματα στο σενάριο και στην ερμηνεία». Κατά τ’ άλλα,
η ιστορία ήταν «πολύ στατική και αργή»,
οι δε ερμηνείες και η σκηνοθεσία «μάλλον
στημένα και ερασιτεχνικά». Σύμφωνα με τον κριτικό, το μόνο στοιχείο που θα
μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον των μη ελληνόφωνων θεατών ήταν «το ελκυστικό τοπίο της Ρόδου με τους κήπους
της, τους περιπάτους και τα σπίτια».
Για «μια από τις καλλίτερες ομιλούσες ελληνικές
ταινίες που έχουν έλθη στην Αμερική μέχρι σήμερα» έγραφε ο νεοϋορκέζικος
Εθνικός Κήρυξ. «Καθαρή και στην
φωτογραφία και στη φωνοληψία, με ωραίες απόψεις από τις φυσικές και
αρχιτεκτονικές ευμορφιές της νήσου Ρόδου και ιδίως την μαγευτικήν κοιλάδα των
πεταλούδων, το επιβλητικόν κτίριον του Διοικητηρίου, την άφιξιν του “Αβέρωφ”
και την ενθουσιώδη υποδοχήν των κατοίκων κατά τον εορτασμόν της ενώσεως».
Και η κριτική του
Ότις Γκέρνσεϊ, που δημοσίευσαν οι New York Times, όπως
μεταφράστηκε στα ελληνικά από την εφημερίδα Ακρόπολις (εδώ βέβαια αποδίδεται
στη δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα, ως μετάφραση και όχι πρωτότυπο κείμενο):
«Πρόκειται για ένα νέο ελληνικό φιλμ με αγγλικούς υποτίτλους. Είναι μάλλον ένα είδος ιστορίας από την αντίσταση του τελευταίου πολέμου, με ερωτευμένους που, κρυμμένοι πίσω από ένα βράχο, τραγουδούν, ενώ η αστυνομία ψάχνει να τους βρει. Η “Άννα Ροδίτη” παρουσιάζει το είδος της εθνικής αντίστασης της υψηλής τάξης της ελληνικής κοινωνίας εναντίον της ιταλικής κατοχής, μέσω της ιστορίας ενός ωραίου αξιωματικού του Ναυτικού και μιας ωραίας νέας, κληρονόμου μιας περιουσίας στη Ροδεσία [σ.σ.: !!!]. Οι στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής και οι πατριώτες κινούνται όπως τα πρόσωπα μιας κωμικής όπερας σ’ ένα φιλμ το οποίο με δυσκολία τοποθετείται μεταξύ κωμωδίας και δράματος. Όπως πολλά άλλα έργα του ίδιου είδους, προσπαθεί να γλυκάνει τον αγώνα μέσω της διασκέδασης. Αλλά, παρά ταύτα, είναι επιπόλαια για πολεμική ταινία και πολύ σοβαρή για ρομάντζο.
Στη διεύθυνση του Μ. Γαζιάδη και του Ι. Φιλίππου παρουσιάζεται αρκετή τραχύτητα. Το φιλμ έχει γυρισθεί στη Ρόδο και πέριξ αυτής και οι εικόνες παρέχουν φυσική ωραιότητα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η φωτογραφική μηχανή τονίζει περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα ωραία τοπία σε βάρος της λογικής. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ως αγωνιστής της αντίστασης που υποκρίνεται το φασίστα επίσημο, και η Καίτη Πάνου, ως το κορίτσι που τον βοηθά, παρουσιάζονται ως ήρωας και ηρωίδα σύμφωνα με τη χολιγουντιανή παράδοση. Η “Άννα Ροδίτη” παρουσιάζει τόση έλλειψη χαρακτήρων, ώστε μπορεί να χαρακτηριστεί ως μίμηση παρά ως αυθεντική ελληνική παραγωγή. Μόνο η γλώσσα τής δίνει ιδιαίτερη ζωή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου