Η πρώτη κωμωδία της
«Φίνος Φιλμ».
Τα εξωτερικά
γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1946. Στις 23 Αυγούστου βρίσκονταν ήδη σε
εξέλιξη τα εσωτερικά, όπως και η φωνοληψία, ενώ είχαν ολοκληρωθεί πριν τις 10
Σεπτεμβρίου.
Σενάριο: Αλέκος
Σακελλάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος
Σκηνοθεσία: Αλέκος
Σακελλάριος
Φωτογραφία:
Πρόδρομος Μεραβίδης
Μουσική: Χρήστος
Χαιρόπουλος (έγραψε την καντάδα «Τρελοκόριτσο»), Μιχάλης Σουγιούλ, Μενέλαος
Θεοφανίδης
Τα τραγούδια
ερμήνευσαν η Ρένα Κοτοπούλου και η Ρένα Πάλμη, χωρίς όμως να εμφανίζονται επί
της οθόνης. Εμφανίστηκε ωστόσο το τραγουδιστικό ντουέτο Μαρούδας – Παπαδάκης.
Η ιστορία με λίγα
λόγια:
Η Φανή, κόρη ενός αυστηρού συνταγματάρχη, έχει φλερτ μ’ έναν Άγγλο στρατιώτη, τον Τομ. Όταν το μαθαίνει ο συνταγματάρχης, γίνεται έξω φρενών. Ο Τομ υπόσχεται πως θα την ζητήσει σε γάμο, αλλά, πριν γίνει αυτό, φεύγει για την Παλαιστίνη. Η Φανή πάει ν’ αυτοκτονήσει, αλλά την σώζει ένας νέος Έλληνας, που παρουσιάζεται ως Τομ στον πατέρα της. Στο δρόμο, ένα τζιπ τον κυνηγάει, επειδή φοράει αγγλική στολή, και παρατάει τη Φανή. Έτσι χάνουν τα ίχνη ο ένας του άλλου. Τέλος, ύστερα από πολλά επεισόδια ξαναβρίσκονται, αποκαλύπτεται η ταυτότητά του στον πατέρα της Φανής και παντρεύονται.
Έπαιξαν οι
ηθοποιοί: Μάνος Φιλιππίδης, Αλέκος Λειβαδίτης (ως ψευτοεγγλέζος), Μαρκίτα
Μυλωνά (στο ρόλο της Φανής), Γεωργία Βασιλειάδου, Γιάννης Ιωαννίδης, Γιάννης
Σπαρίδης, Πέρσα Βλάχου, Θεόφιλος Ασημακόπουλος, Γιάννης Γκιωνάκης, Φωφώ Λουκά,
Βύρων Σεραϊδάρης, Τζένη Μπίμπα, Δέσποινα Παναγιωτίδου κ.ά.
Ο Θεόφιλος Ασημακόπουλος ήταν ένας από τους
πιτσιρίκους της «Βίλας με τα νούφαρα», τον οποίο οι εφημερίδες αποκαλούσαν
«Έλληνα Φερναντέλ» παρομοιάζοντάς τον με τον παγκοσμίου φήμης Γάλλο κωμικό
ηθοποιό.
Να σημειωθεί ότι
οι θεατές ουδέποτε άκουσαν τη φωνή της πρωταγωνίστριας Μαρκίτας Μυλωνά, η οποία
ήταν χορεύτρια και όχι επαγγελματίας ηθοποιός, στη μοναδική κινηματογραφική της
εμφάνιση, καθώς ντουμπλαρίστηκε από τη Δάφνη Σκούρα.
Ο ΑΛΕΚΟΣ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ
Το «Παπούτσι από
τον τόπο σου» ήταν η πρώτη κινηματογραφική δουλειά του εμπορικά αχτύπητου
συγγραφικού διδύμου, που αποτελούσαν οι Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος
Γιαννακόπουλος, αλλά ταυτόχρονα και η πρώτη εμφάνιση του Α. Σακελλάριου ως
σκηνοθέτη. Το παρασκήνιο πίσω από την εξέλιξη αυτή, που αποτέλεσε την αφετηρία
μιας μακράς παρουσίας, που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε και την εξέλιξη του
ελληνικού κινηματογράφου των δεκαετιών του ’50 και του ’60, αφηγήθηκε ο Αλέκος Σακελλάριος
σε χρονογραφήματά του στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος τον Απρίλιο του 1983:
«[...]
Τότε, λοιπόν, ήτανε που ήλθε ο Φίνος –πώς περνάνε τα χρόνια!– και μου ζήτησε να
του γράψω μια κωμωδία για να γυριστεί ταινία.
- Ευχαρίστως,
μωρέ Φιλοποίμην, αλλά υπάρχει μια δυσκολία.
- Ποια;
-
Δεν ξέρω πώς γράφεται το σενάριο.
- Θα
σου δείξω εγώ.
Δάσκαλος
γενικώς του κινηματογράφου ο Φίνος, δίδαξε στα πρώτα χρόνια στους οπερατέρ πώς
γυρίζονται οι ταινίες, στους τεχνικούς πώς γίνεται η επεξεργασία τους, στους ηλεκτρολόγους
πώς γίνεται ο φωτισμός, στους συγγραφείς πώς γράφονται τα σενάρια και στους σκηνοθέτες
με ποιο τρόπο να σκηνοθετούν. Έτσι, πολύ γρήγορα με κατατόπισε στο πώς ακριβώς
γράφεται ένα σενάριο.
- Εντάξει;
-
Εντάξει.
- Θα
το γράψεις;
- Θα
το γράψω.
Εμένα,
όμως, μ’ έτρωγε ένα σκουλήκι. Ναι, θα το έγραφα. Κι είχα την ελπίδα ότι θα τα
κατάφερνα καλά. Ποιος, όμως, θα μου το γύριζε;
Προσωπικά
δεν είχα εμπιστοσύνη σε κανέναν άλλο, εκτός από τον Ιωαννόπουλο και τον Τζαβέλλα,
που η δουλειά τους, η σκηνοθετική, με είχε εντυπωσιάσει. Το είπα στον Φίνο:
- Να
το γυρίσει, όμως, ή ο Ιωαννόπουλος ή ο Τζαβέλλας. Κι ο Φίνος συμφώνησε.
Άρχισα,
λοιπόν, να γράφω την πρώτη, κάποιας ποιότητος, νομίζω, ελληνική κινηματογραφική
κωμωδία. Σε καμιά δεκαριά μέρες ήταν έτοιμη κι ήρθανε στο σπίτι μου να τη διαβάσουμε,
ο Φίνος μαζί με τον Τζαβέλλα. Τη διαβάσαμε, άρεσε, κι άρχισε η προετοιμασία του
γυρίσματος. Δύο-τρεις μέρες, όμως, πριν το γύρισμα ο Φίνος με πληροφόρησε ότι
τελικά –δεν θυμάμαι για ποιο λόγο– δεν θα την γύριζε ο Τζαβέλλας την κωμωδία μας.
Μου κόπηκε το γόνατο:
- Και
ποιος θα την γυρίσει;
Ο Φίνος
χαμογέλασε πονηρά και δεν μίλησε.
- Ποιος
θα την γυρίσει, μωρέ Φιλοποίμην;
- Εσύ.
- Εγώ;
-
Ναι, εσύ. Γιατί;
- Γιατί
δεν ξέρω από σκηνοθεσία κινηματογράφου. Εγώ δεν έχω δει ούτε πώς είναι η κινηματογραφική
μηχανή.
- Θα
σου πω εγώ.
Η αλήθεια
είναι ότι τότε σκηνοθετούσα στο θέατρο. Ήξερα, όμως, ή μάλλον υποπτευόμουνα, ότι
η συνεργασία του κινηματογράφου ήταν άλλου είδους ταραχή.
- Και
πώς θα τα καταφέρω;
-
Οπωσδήποτε.
Η
βεβαιότης του Φίνου μου έδωσε το απαραίτητο κουράγιο. Αφού αυτός, ο τόσο έμπειρος
ή μάλλον ο μόνος έμπειρος, που από πάνω έβαζε και τα λεφτά και τον κόπο του, με
θεωρούσε ικανό να σκηνοθετήσω ένα έργο, γιατί θα είχα εγώ αντίρρηση;
Ώρες ολόκληρες καθόμαστε μαζί στο γραφείο του, στην οδό Στουρνάρα και μου εξηγούσε με σχολαστικές λεπτομέρειες τα μυστικά του κινηματογράφου. Κι όταν ύστερα από λίγες μέρες, με τον Αλέκο Λειβαδίτη, την Μαρκίτα Μυλωνά και το κινηματογραφικό συνεργείο με διευθυντή φωτογραφίας τον Πρόδρομο Μεραβίδη, βρέθηκα στο Τουρκολιμανο για να γυρίσω τις πρώτες σκηνές από [το] «ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ» -αυτός ήταν ο τίτλος της πρώτης μου κινηματογραφικής κωμωδίας– είχα την εντύπωση ότι αυτήν την δουλειά την έκανα χρόνια και χρόνια».
ΠΡΟΒΟΛΕΣ -
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
α΄ προβολή: από τις
9 Δεκεμβρίου 1946, κινηματογράφοι «Πάνθεον» και «Κρόνος» (Αθήνα).
Στο χρονογράφημά
του στον Ελεύθερο Τύπο τον Απρίλιο του 1983, ο Αλέκος Σακελλάριος θυμόταν την
αγωνία των συντελεστών, την πρόσκαιρη απογοήτευσή του μετά την πρώτη προβολή
και τις χλιαρές αντιδράσεις, η οποία όμως άλλαξε άρδην μία μέρα μετά, εξηγώντας
το λόγο αυτής μεταβολής:
«[...]
Όταν, λοιπόν, τελείωσε η προβολή του τελευταίου προγράμματος κι άδειασε η αίθουσα,
εμείς οι έξι επτά που είχαμε μαζευτεί –ο Σπύρος Σκούρας, ο Φίνος, ο συνθέτης Μ.
Θεοφανίδης που είχε γράψει την μουσική, ο Λειβαδίτης και δυο-τρεις άλλοι– πήραμε
τις θέσεις μας στην σκοτεινή πλατεία και περιμέναμε. Εμένα η καρδιά μου από το
τρακ φτεροκοπούσε μες τα στήθια μου, λες και προσπαθούσε να βρει άνοιγμα για να
βγει και να πετάξει.
Κι άρχισε
η προβολή. Άρχισε και συνεχίστηκε χωρίς να σκάσει χείλη. Προσπαθούσα μες το
σκοτάδι να δω τις φάτσες των άλλων, να συλλάβω έστω και ένα βουβό χαμόγελο. Τίποτα.
Χείλια σφιγμένα, πρόσωπα σοβαρά κι άσπαστα. Την παρακολουθούσαν την ταινία σαν
εισαγγελείς. Η πίκρα μου ήταν απερίγραπτη. Κι η έκφρασή μου ήταν τέτοια, όταν
ανάψανε τα φώτα, που οι πιο πολλοί νιώσανε την επιθυμία να με παρηγορήσουνε. Ο
Σκούρας μου χτύπησε προστατευτικά την πλάτη:
- Εντάξει...
Εντάξει... Πρώτη σου ταινία είναι.
Τη νύχτα
δεν έκλεισα μάτι. Μα να μην σκάσει χείλη; Το πρωί μόνο με πήρε ο ύπνος. Ύστερα από
δυο-τρεις ώρες σηκώθηκα, ντύθηκα κι έτρεξα βιαστικά στον κινηματογράφο “ΠΑΝΘΕΟΝ”
της οδού Πανεπιστημίου, που η προβολή του άρχισε από τις δέκα το πρωί. Μπήκα μέσα
στην σκοτεινή αίθουσα με την γεύση της αποτυχίας. Με υποδέχθηκαν γέλια τρανταχτά
που φτάνανε στο ξεφωνητό:
- Ωχ,
ωχ, είπα από μέσα μου, έχει αρχίσει η καζούρα!
Σε λίγο, όμως, βεβαιώθηκα ότι το κοινό που γελούσε, γελούσε κανονικά με τα αστεία της κωμωδίας, που, όπως ίσως θυμούνται οι παλιότεροι, έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου. Και τότε; Τότε γιατί οι άλλοι χθες το βράδυ δεν γελάσανε; Χρειάστηκε αρκετός καιρός για να το καταλάβω. Η κωμωδία θέλει κόσμο. Για να γελάσεις είναι απαραίτητο και το γέλιο του διπλανού σου. Πιο πολύ σε παρασύρει το γέλιο των άλλων θεατών από το αστείο που παρακολουθείς. Και το αστείο σου φαίνεται πιο αστείο όταν μ’ αυτό γελάνε και οι άλλοι. Οι Αμερικανοί το ξέρουνε το μυστικό. Γι’ αυτό βάζουνε γέλια κονσέρβα στ’ αστεία τους. Είναι σαν να λένε στους θεατές: - Εδώ γελάνε.»
Στη Θεσσαλονίκη η ταινία προβλήθηκε πρώτη φορά στο «Παλλάς» από τις 30.12.1946.
«Ως τώρα ο ελληνικός κινηματογράφος με τα
δράματά του μας έκανε λίγο πολύ να γελάμε, ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι με την
ταινία αυτή δε θα... κλάψουμε» σχολίαζε ο Ριζοσπάστης.
Αυστηρή ήταν η
κριτική του Τηλέμαχου Γάριου στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ:
«[...] Εδώ οι θεατές γελάσανε με το έξυπνο
σενάριο των κ.κ. Αλ. Σακελλαρίου κλπ. Μια σύγχρονη Αθηναϊκή κωμωδία που είχε
όλα τα χαρίσματα και όλα τα ελαττώματα της θεατρικής παραγωγής των Συγγραφέων.
Ευρήματα, κέφι, πνεύμα, αλλά και προχειρότητα και κακό αντιαισθητικό διάλογο.
Στα χέρια ενός ειδικού το σενάριο αυτό θα έδινε μια υποφερτή ταινία, το
εγύρισαν όμως ατζαμήδες. Και είνε κρίμα. Διότι όλες εκείνες οι γραφικές
ανηφοριές της Πλάκας, τα ειδυλλιακά σοκάκια, οι αυλές με τις κληματαριές, με
μια λέξη όλη η γοητεία της Παλιάς Αθήνας ισοπεδώθηκε από την ωμή φωτογραφία. Αν
ο οπερατέρ της ήτανε καλλιτέχνης, θα μας παρουσίαζε υποβλητικώτατες εικόνες όλο
φωτοσκιάσεις σαν εκείνες που θαυμάσαμε στο “υπό τας Στέγας των Παρισίων” του
απαράμιλλου Γάλλου σκηνοθέτου Κλαιρ. Για την ηχοληψία δεν μπορεί να γίνη λόγος.
Ενώ στο ξένο φιλμ διατηρούνται ανέπαφες όλες οι αποχρώσεις της φωνής των
ηθοποιών, στην ελληνική παραγωγή όλοι τους εμφανίζονται μπάσσοι. Το ίδιο
ελαττωματική ήτο και η ηθοποιία [...]».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου