Το
Μάιο του 1922, ύστερα από νέα απουσία στο εξωτερικό, ο Μαδράς επέστρεψε ως «αντιπρόσωπος
κινηματογραφικού οίκου της Βιέννης» απευθύνοντας ανοιχτή πρόσκληση συμμετοχής στα
γυρίσματα μιας ταινίας, που θα σκηνοθετούσε ο ίδιος. Οι ενδιαφερόμενοι
ερασιτέχνες ηθοποιοί έπρεπε ν’ απευθυνθούν στα γραφεία κάποιας «Πάλλας Φιλμ»
επί της οδού Πανεπιστημίου. Αυτοί μάλλον αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξη του
Μαδρά, ο οποίος ωστόσο κατά το παρελθόν είχε συμμετοχές σε διάφορες ξένες
ταινίες, ενώ τουλάχιστον μία γαλλική είχε προβληθεί και στην Ελλάδα με τον
τίτλο «Νευρόσπαστα»!
Η
ταινία, που γύρισε ο Μαδράς το Μάιο του 1922, ήταν η «Τσιγγάνα της Αθήνας» και είχε μια αλλοπρόσαλλη υπόθεση:
Στο Σικάγο της Αμερικής ζει
ευτυχισμένος ο βαθύπλουτος Τζον Ρίο με τη μικρή του κόρη, Ντόλι. Ο Τζον είναι
θαυμαστής της αρχαίας Ελλάδας και μόνος του πόθος είναι να επισκεφθεί τις
αρχαιότητές της. Ένα πλοίο, λοιπόν, φέρνει τους δυο επισκέπτες στην Αθήνα και
πιο συγκεκριμένα στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας».
Χάρη στους αμερικανισμούς
και το χαρούμενο χαρακτήρα της, η Ντόλι γίνεται το πρόσωπο της ημέρας· απ’ όπου
περάσει, όπου καθίσει, όλοι αναστατώνονται και οι διάφοροι προικοθήρες πολιορκούν
κάθε μέρα τα στέκια της πρωτεύουσας (του «Ζαχαράτου», του «Ντορέ», του
«Γιαννάκη»), απ’ όπου θα περάσει εκείνη. Όλος αυτός ο θόρυβος, που γίνεται γύρω
της, κουράζει την Ντόλι, ώστε μετακομίζει στο Νέο Φάληρο. Καθημερινά όμως
επισκέπτεται την Ακρόπολη και τις περισσότερες ώρες τις περνά μέσα στα αρχαία
της.
Τα βήματα της Ντόλι
παρακολουθεί ένας πρίγκιπας, ο Δε-Καστέλλι, ο οποίος γνωρίζεται μαζί της στο
Φάληρο, ενώ δεν αργεί να γίνει φίλος και του Τζον. Το πολύτιμο κολιέ της Ντόλι
χτύπησε στα μάτια του Δε-Καστέλλι, ο οποίος δεν είναι παρά ένας πρώην λωποδύτης
με τον τίτλο του Πρίγκιπα. Ο ψευδοπρίγκιπας δεν σκέφτεται παρά πώς να της το
κλέψει.
Μια αλλόκοτη ιδέα έρχεται
στην Ντόλι και ανακοινώνει ότι θέλει να παντρευτεί μ’ έναν Έλληνα, τον οποίο θα
διαλέξει μόνη της στη μεγάλη γιορτή που δίνει στους κήπους της βίλας της στην
Κηφισιά. Στη γιορτή αυτή, ντυμένη ως κύκνος χορεύει το... «θάνατο του κύκνου». Όταν
κατόπιν μπαίνει στην καμαρά της να ντυθεί, ο Δε-Καστέλλι πηδά από το παράθυρο,
την υπνωτίζει, την αρπάζει, την βάζει σ’ ένα αυτοκίνητο και φέυγει μακριά,
όπου, αφού της κλέψει το κολιέ, την ρίχνει από ένα μεγάλο βράχο για να
σκοτωθεί.
Ως εκ θαύματος η Ντόλι
σώζεται και ένας τσιγγάνος ονόματι Γιάρ την βρίσκει, την φέρνει στο τσαντίρι
του και την νοσηλεύει. Ο Γιάρ είναι αρραβωνιασμένος με την τσιγγάνα Σμαλέ, αλλά
χωρίς να το θέλει αγαπάει τρελά την Ντόλι. Η Σμαλέ το καταλαβαίνει και θέλει να
εκδικηθεί. Όμως ο έρωτας του Γιάρ είναι τόσο δυνατός, ώστε, ενώ η Ντόλι τον
παρακαλάει να την πάει στον πατέρα της, αυτός τρέχει στη μάνα του και της λέει
τον πόνο του, αυτή δε του δίνει ένα μαγικό βοτάνι, το «βοτάνι της λησμονιάς»,
και του λέει ότι όποιος πίνει μια σταγόνα από αυτό το βοτάνι, τα ξεχνά όλα για
ένα χρόνο κι όποιος πίνει δυο σταγόνες, ξεχνάει για δυο χρόνια. Του συστήνει
λοιπόν να δώσει και στην αγαπημένη του από αυτό το μαγικό βοτάνι για να τα
ξεχάσει όλα και να μπορέσει μετά να κερδίσει την καρδιά της. Πράγματι, η Ντόλι
πίνει δύο σταγόνες κι αμέσως το λογικό της παραλύει, τα ξεχνά όλα και πέφτει
στην αγκαλιά του Γιάρ. Η έως τώρα βαθύπλουτη Αμερικάνα Ντόλι γίνεται η ερωμένη
του Γιάρ και μετονομάζεται σε τσιγγάνα Ζορά.
Η Σμαλέ δεν υποφέρει τον
εξευτελισμό της και μια μέρα πηγαίνει στο τσαντίρι του Γιάρ και διώχνει τη Ζορά
δέρνοντάς την. Στο δρόμο την βρίσκει ο Γιάρ, ο οποίος την φέρνει πίσω και
απειλώντας τη Σμαλέ της παίρνει απ’ το λαιμό το μαντήλι που της είχε δώσει ως
αρραβώνα και το φοράει στο λαιμό της Ζορά. Η Σμαλέ, για να εκδικηθεί, ξεσηκώνει
τους τσιγγάνους σε επανάσταση και τους πείθει να διώξουν το Γιάρ από αρχηγό.
Διωγμένοι τώρα, μόνο με την αγάπη τους, ο Γιάρ και η Ζορά γυρίζουν εδώ κι εκεί,
ενώ κερδίζουν το ψωμί τους με τους χορούς της Ζορά στα πανηγύρια.
Ο πατέρας της Ντόλι, ο
Τζον, διαρκώς την αναζητά από χωριό σε χωριό, ώσπου κάπου σκοντάφτει και
πέφτει. Ο Γιάρ και η Ζορά περνούν κατά τύχη από εκεί και τρέχουν να τον
βοηθήσουν. Όταν ο Γιάρ φεύγει για να βρει νερό, γίνεται η ανακάλυψη. Τελειώνουν
τα δυο χρόνια από τότε που η Ζορά είχε πάρει το βοτάνι της λησμονιάς και
επανέρχεται στα λογικά της, αναγνωρίζει τον πατέρα της και φεύγει μαζί του.
Ο Γιάρ, αφού την έχασε,
έρχεται στο σπίτι του Τζον για να ζητήσει την τσιγγάνα γυναίκα του. Ο Τζον όμως
τον διώχνει. Καταγγέλει τον Γιάρ, ο οποίος εξορίζεται σ’ ένα μικρό νησί στο
πέλαγος. Η Ντόλι όμως τον λατρεύει και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Μια
μέρα, λοιπόν, αφού φοράει τα τσιγγάνικα ρούχα, φεύγει μακριά. Εξαιτίας του
πόνου, που έχασε τον αγαπημένο της, πέφτει από ένα βράχο στη θάλασσα και
πνίγεται.
Στο νησί, ο Γιάρ δεν μπορεί
ούτε αυτός να ζήσει χωρίς τη Ζορά και ρίχνεται στη θάλασσα. Μόλις φθάνει στην
παραλία, βλέπει ένα πνιγμένο σώμα, πλησιάζει και αναγνωρίζει τη Ζορά. Το μυαλό
του σαλεύει και τρελαίνεται. Τρέχει λοιπόν πάνω στο μοιραίο βράχο και
γκρεμίζεται κι αυτός. Κι έτσι, αφού οι άνθρωποι χώρισαν τις καρδιές τους, η
θάλασσα ενώνει τα κορμιά τους.
Πρωταγωνίστρια
ήταν η «διάσημος χορεύτρια Φαρίντα»,
που δεν ήταν άλλη από τη νέα μούσα και σύντροφο του Μαδρά, πλην όμως άγνωστη
χορεύτρια, Φρίντα Πουπελίνα.
Στη 1
Οκτωβρίου 1922 πραγματοποιήθηκε δοκιμαστική προβολή της ταινίας στο «Αττικόν»
υπό τον τίτλο «Ο βράχος του θανάτου». Όμως το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό
και δεν υπήρξε συνέχεια. Και πώς οι επιχειρηματίες να μην απέρριπταν την
ταινία, όταν σε μια σκηνή, όπου ο πρωταγωνιστής βημάτιζε θυμωμένος στο γραφείο
του, ο οπερατέρ Μαδράς δεν είχε ανεβάσει σωστά το φακό, ώστε φαίνονταν απλά δυο
πόδια χωρίς κεφάλι!
Τελικά,
η «Τσιγγάνα της Αθήνας» προβλήθηκε μόνο στους Έλληνες των ΗΠΑ. Η πρώτη προβολή
πραγματοποιήθηκε στο «Times Square Theatre» του
Μπρόντγουεϊ στις 20 Απριλίου 1924, όπου διαφημίστηκε ως μια «ταινία παρμένη
γύρω από την Ακρόπολι και μέσα στη σημερινή ζωή των Αθηνών», μία «σύνθεσις πολύπλοκος, περιπετειώδης και
συναρπάζουσα», η οποία «δύναται να
συναγωνισθή προς οιονδήποτε ξένον κινηματογραφικόν δράμα».
Όμως η
πεντάπρακτη ταινία προβλήθηκε λογοκριμένη. Η αρμόδια επιτροπή της πολιτείας
της Νέας Υόρκης ζήτησε να κοπούν: α) η ανάδυση της Αφροδίτης από τη θάλασσα
στην πρώτη πράξη του φιλμ, β) η κλοπή κολιέ από μια κοπέλα που βρισκόταν
αναίσθητη στο εσωτερικό αυτοκινήτου, γ) η πτώση κοπέλας από γκρεμό, δ) δυο
πλάνα από το χορό της κοιλιάς και ε) τα κοντινά πλάνα ενός χορού πάνω σε βράχο.
Η επιτροπή έκρινε τις σκηνές «απρεπείς» ή ότι «ωθούσαν στην πρόκληση εγκλήματος».
Στη
Νέα Υόρκη, οι προβολές της «Τσιγγάνας» έγιναν με τη συνοδεία ορχήστρας 20
οργάνων υπό τη διεύθυνση του Λουκιανού Καββαδία, ενώ ο βαρύτονος Βελγαρίνο
τραγούδησε το ερωτικό τραγούδι του τσιγγάνου Γιαρ. Νωρίτερα προβλήθηκαν τέσσερα
ζουρνάλ της «Ajax Film Company» του Μαδρά: «Η παρασημοφορία των Αμερικανών», «Η τραγική
έξοδος των προσφύγων», «Η καταστροφή της Σμύρνης» και «Ανταλλαγή των
αιχμαλώτων».
Εξάλλου,
μετά το τέλος της απογευματινής παράστασης η Πουπελίνα ερμήνευσε σε... αρχαία
ελληνικά μια σκηνή από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, ενώ μετά τη βραδινή παράσταση
ήταν η σειρά του Μαδρά να δώσει ρεσιτάλ ερμηνεύοντας από την «Ορέστεια» του Αισχύλου
τη σκηνή της καταδίωξης του Ορέστη από τις Ερινύες. Το πρόγραμμα περιλάμβανε
επίσης χορό Καρακατσάνηδων ντυμένων με φουστανέλες, ενώ περίοπτη θέση είχε ο χορός
«Θάνατος του Κύκνου» από την Πουπελίνα.
Ακολούθησε
σειρά προβολών της «Τσιγγάνας» και των ζουρνάλ σε διάφορες ελληνικές κοινότητες
της Αμερικής: τέλη Μαΐου στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ και στο Πρόβιντενς του
Ρόουντ Άιλαντ· τον Ιούνιο στη Βοστόνη και στο Λόουελ της Μασαχουσέτης. Τον
Οκτώβριο και το Νοέμβριο, οι ταινίες προβλήθηκαν και στο Σικάγο.
Έλληνας
κάτοικος του Μπρίτζπορτ στο Κονέκτικατ εξέφρασε «μεγάλη ευγνωμοσύνη» στον Α. Μαδρά, γιατί με την «Τσιγγάνα» οι θεατές
μεταφέρθηκαν «στην αρχαία εποχή της δόξης και του μεγαλείου της Ελλάδος»,
ενώ νοστάλγησαν «τον Ελληνικόν ουρανόν και την απλότητα της Ελληνικής ζωής».
Συντάκτης
του Εθνικού Κήρυκα δήλωνε ευχαριστημένος από την προβολή αρχαίων μνημείων και
εικόνων της σύγχρονης Αθήνας, αν και «η υπόθεσις και το ιδεώδες του έργου
ήτο κάπως πέραν των σημερινών αντιλήψεων, και υπέρ το δέον ανθρωπιστικόν διά
τους συγχρόνους κοινωνικούς θεσμούς». Θετικά σχολίαζε το περίεργο μοντάζ των
ζουρνάλ, καθώς τη συγκίνηση από το δράμα της μικρασιατικής τραγωδίας
διαδέχονταν εικόνες από... χορούς:
«Αν ο κ. Μαδράς εστερείτο καλλιτεχνικής
και ψυχολογικής αντιλήψεως, η όλη ταινία θα ήτο δυσάρεστος, πολύ δυσάρεστος
παράστασις. Έβλεπε κανείς διηνεκώς εξελισσομένην την εικόνα της Μικρασιατικής
τραγωδίας, την ερήμωσιν, την πυρκαϊάν, τα ράκη, την πείναν, τους
ακρωτηριασμούς, μίαν ζωντανήν, ίσως περισσότερον ζωντανήν, παρ’ όσον θα
ηνείχετο μία Ελληνική ψυχή, εικόνα, αλλ' είχε την έμπνευσιν ο κ. Μαδράς εις το
σημείον, ότε η λύπη, η αγωνία εκορυφούτο, να παρουσιάζη τας εορτάς του Ερυθρού
Σταυρού, τους Καρακατσάνηδες, και ταυτοχρόνως να εξέρχηται εις την σκηνήν
ημίσεια δωδεκάς φουστανελλοφόρων να χορεύουν τον Καλαματιανόν».
[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου