Και
στην Ελλάδα; «Γιατί
κανείς δεν έρχεται να γυρίσει ταινίες
εδώ;»,
αναρωτιόταν το αμερικανικό Variety
το
Νοέμβριο του 1938. «Το
κλίμα και οι συνθήκες φωτός είναι
καλιφορνέζικα, τα τοπία επίσης, οι
αποστάσεις μικρές και η εργασία φθηνή.
Ορισμένοι σταρ του μέλλοντος πρέπει να
κρύβονται ανάμεσα στα όμορφα κορίτσια,
που βλέπει κανείς στους δρόμους»,
όμως «κανείς
ποτέ δεν προσπάθησε σοβαρές παραγωγές
τοπικά»,
σχολίαζε το διάσημο κινηματογραφικό
περιοδικό.
Η λύση δόθηκε
χάρη στην επένδυση αμερικανικών κεφαλαίων
κι έτσι λίγους μήνες πριν τον ελληνοϊταλικό
πόλεμο δημιουργήθηκε ένα στούντιο κοντά
στο Καλαμάκι, τόσο μεγάλο ώστε θα
μπορούσαν να στηθούν στο εσωτερικό του
ακόμη και «παλάτια
αυτοκρατόρων και σαλόνια μεγιστάνων
και στρούγγες τσομπαναραίων και ποτάμια
και ζούγκλες του Βόρνεο»,
όπως το περιέγραψε η Ακρόπολις. Ήταν
ένα στούντιο πλήρως εξοπλισμένο με
μηχανήματα φωνοληψίας, κινηματογραφήσεως
κλπ. συνολικής αξίας περίπου εφτά
εκατομμυρίων δραχμών, ενώ από 5.000 δραχμές
κόστιζε η καθεμιά από τις ηλεκτρικές
λάμπες, που είχαν αγορασθεί για τα
εσωτερικά όσων ταινιών θα γυρίζονταν
εκεί.
Ιδιοκτήτρια
ήταν η εταιρία «Σκούρας Φιλμς - Ελληνικά
Κινηματογραφικά Στούντιο Καλαμακίου»,
γενικός διευθυντής της οποίας είχε
αναλάβει ο Φιλοποίμην Φίνος, ο άνθρωπος
που μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
θ’ άλλαζε την πορεία του ελληνικού
σινεμά, οδηγώντας το στη «χρυσή εποχή»
του. Μόνο που η πρώτη του κινηματογραφική
απόπειρα, ένα δράμα με τίτλο «Το τραγούδι
του χωρισμού», θα γνώριζε τη γενική
κατακραυγή.
Η
υπόθεση του έργου:
Σ’ ένα
μαγευτικό νησάκι του Αιγαίου έφθασε
κάποια φθινοπωρινή μέρα ένα αστέρι του
θεάτρου, η Μιράντα Λαμπρίδου, για να
ξεχάσει ένα ερωτικό καβγαδάκι με τον
φίλο της, εφοπλιστή Γεράκη, πριν αυτός
φύγει για τις δουλειές του στο Λονδίνο.
Τη μοναξιά της συντροφεύει, παρευρισκόμενος
τυχαία, ο συγγραφέας Μεναρδής, παλιός
γνωστός και συνεργάτης της στο θέατρο.
Εκεί μαζεύεται
κάθε βράδυ η συντροφιά του Κωνσταντή
και σκορπίζει κέφι με τα ωραία της
τραγουδάκια. Ο Κωνσταντής, που είναι
ιδιοσυγκρασία εξαιρετικά καλλιτεχνική
κι έχει φωνή περίφημη, ζει ξένοιαστα
στο νησί, αφοσιωμένος στην αρραβωνιαστικιά
του Ζωίτσα και στον πιστό φίλο του,
Ζαργάνα. Η Μιράντα μένει κατάπληκτη από
την ωραία φωνή του Κωνσταντή. Το συναίσθημα
αυτό μεταβάλλεται σε θαυμασμό, που
οφείλεται και στη λεβεντιά του νέου,
όταν ο Μεναρδής της τον συστήνει. Με τα
λόγια της φουσκώνει το μυαλό του
Κωνσταντή, που ύστερα από μια δεύτερη
συνάντηση με τη Μιράντα, γοητευμένος
από τ’ όνειρο της καλλιτεχνικής δόξας
και τη σαγηνευτική προσωπικότητα της
ωραίας γυναίκας, αποφασίζει να φύγει
μαζί της στην Αθήνα.
Η αφοσίωση
της φίλης του και η επίμονη προσπάθεια
στη μελέτη και στο τραγούδι δεν άφησαν
τον Κωνσταντή να θυμηθεί το νησί του.
Θα τραγουδήσει σε λίγο για πρώτη φορά
από το ραδιοφωνικό σταθμό και είναι
ευτυχισμένος. Την ευτυχία του αυτή
έρχεται να ταράξει μια επίσκεψη του
Ζαργάνα, που θέλοντας να του πει ορισμένες
αλήθειες, ελπίζει να ξαναφέρει τα
πράγματα στην παλιά θέση τους.
Πραγματικά,
κάνει τον Κωνσταντή να ξαναθυμηθεί
εκείνα που δεν είχε ποτέ ξεχάσει: το
νησί και την Ζωίτσα. Μα το καλλιτεχνικό
όνειρο, που σε λίγο θα γίνει πραγματικότητα,
δεν τον αφήνει να σκεφθεί καλά τα φιλικά
λόγια. Ό,τι όμως δεν πέτυχε ο Ζαργάνας,
το καταφέρνει ένα γράμμα του Γεράκη από
το Λονδίνο. Ο Κωνσταντής βλέπει πια
φανερά πως αν θα γινόταν διάσημος, θα
το χρωστούσε στα λεφτά ενός τρίτου. Η
νησιώτικη περηφάνια του καταπνίγει
γρήγορα τα πάντα κι έτσι ο παραστρατημένος,
μα άδολος τραγουδιστής αποφασίζει να
επιστρέψει στο νησί του.
Πρωταγωνιστούσαν
οι: Λάμπρος Κωνσταντάρας (ως Κωνσταντής),
Λήδα Μιράντα (Μιράντα), Ευγενία Δανίκα
(Ζωίτσα), Αλέκος Λειβαδίτης (Ζαργάνας),
Κώστας Παπαγεωργίου, Νανά Παπαδοπούλου,
Γιώργος Ανακτορίδης, Μαρία Μπεννηψάλτη
και Μίμης Μοσχούτης.
Ήταν η πρώτη
εμφάνιση του Κωνσταντάρα σε ελληνική
ταινία, που είχε ήδη εμπειρία από
συμμετοχές σε γαλλικά φιλμ. Πρώτη
κινηματογραφική εμφάνιση για τον
Λειβαδίτη, που στις διαφημίσεις
περιγραφόταν ως «αληθινή αποκάλυψις»
και παρομοιαζόταν με το Γάλλο ηθοποιό
Ζαν Γκαμπέν.
Το σενάριο
έγραψε ο Δημήτρης Μπόγρης, ενώ τη
σκηνοθεσία ανέλαβε ο Φίνος· οπερατέρ
ήταν οι αδερφοί Δριμαρόπουλοι και
μηχανικός ήχου ο Αιμίλιος Προβελέγγιος.
Τη σκηνογραφία επιμελήθηκε ο Χουάν
Φρεξ, τα τραγούδια συνέθεσε ο Γ. Μαλλίδης
σε στίχους Δ. Μαυρογιάννη, τα ερμήνευσαν
οι Πέτρος Επιτροπάκης και Ισμήνη
Διατσέντου, ενώ η μουσική ενορχήστρωση
έγινε από τον Γ. Βιτάλη.
* * *
Διαφημίστηκε
ως μια ταινία «ελληνική 100% γυρισμένη
σε ελληνικό στούντιο και όχι αιγυπτιακά
με ξένους σκηνοθέτας και οπερατέρ όπως
γινόταν μέχρι σήμερα». Θεωρητικά το
«Τραγούδι του χωρισμού» θα μπορούσε να
σημειώσει μεγάλη επιτυχία, μόνο και
μόνο ως η πρώτη εξ ολοκλήρου ελλαδίτικη
παραγωγή ύστερα από πολλά χρόνια. Ωστόσο
η προσδοκία δεν επαληθεύτηκε.
Όπως λένε, η
κακή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Αρχικά
επελέγησαν δυο τίτλοι, που έμοιαζαν
πολύ με εκείνους δυο ξένων ταινιών, οι
οποίες είχαν πρόσφατα προβληθεί στις
κινηματογραφικές αίθουσες.
Έτσι, λίγες μόνο μέρες πριν την επίσημη
πρώτη, το έργο έμενε χωρίς όνομα, δίνοντας
στην εφημερίδα Ακρόπολις την ευκαιρία
να στήσει μια πρωταπριλιάτικη φάρσα,
ότι δήθεν θα γινόταν προβολή του φιλμ
με φθηνό εισιτήριο για φιλανθρωπικό
σκοπό, ενώ παράλληλα θα διεξαγόταν
διαγωνισμός εύρεσης κατάλληλου τίτλου
με καταβολή χρηματικών ποσών ως βραβεία
στις καλύτερες ιδέες!
Όμως αυτή
δεν ήταν η μοναδική κακοτυχία. «Το
τραγούδι του χωρισμού» προγραμματίστηκε
να κάνει πρεμιέρα στις 15 Απριλίου 1940 σε
έξι κινηματογράφους σ’ όλη την Ελλάδα:
«Αττικόν» και «Ρεξ» της Αθήνας, «Κάπιτολ»
και «Χάιλαϊφ» του Πειραιά, «Παλλάς» και
«Διονύσια» της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο
ένα απρόοπτο γεγονός ανέτρεψε τους
σχεδιασμούς. Η τελευταία πράξη της
ταινίας καταστράφηκε, με αποτέλεσμα να
καθυστερήσει για πολλή ώρα η προβολή
στους κινηματογράφους της πρωτεύουσας,
εξαντλώντας την υπομονή πολλών θεατών,
οι οποίοι ζήτησαν τα χρήματά τους πίσω.
Αλλά κι όσοι επέδειξαν υπομονή δεν
παρακολούθησαν το τέλος, αφού η
αποκατάσταση του φιλμ θα γινόταν την
επόμενη μέρα! Για τον ίδιο λόγο αναβλήθηκε
η πρεμιέρα της ταινίας στη Θεσσαλονίκη
για μια μέρα.
Άσχετα, όμως,
από τις όποιες κακοτυχίες, το έργο δεν
άρεσε καθόλου τεχνικά. «Ετελείωσεν!
Η παραγωγή ελληνικών ταινιών πρέπει ν’
απαγορευθή διά νόμου»
ξέσπασε η εφημερίδα Τύπος:
«[..]
αν όχι διά τίποτε άλλο, τουλάχιστον διά
να σταματήση η εκμετάλλευσις του κοινού,
η οποία γίνεται κατά τον αισχρότερον
τρόπον από τους επιτηδείους επιχειρηματίας,
οίτινες χωρίς τεχνικά μέσα, χωρίς
κεφάλαια και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις
της κινηματογραφικής τέχνης, εμφανίζουν
ως ταινίας ελληνικής παραγωγής αηδέστατα
κατασκευάσματα, διασύροντες συν τοις
άλλοις και το ελληνικόν όνομα εις το
εξωτερικόν».
Η εφημερίδα
έκανε λόγο για μια «από τας χειρότερας
ελληνικάς ταινίας που έχουν προβληθή
μέχρι σήμερον». Καταπέλτης τα σχόλια
για τον Φίνο: «Η έλλειψις σκηνοθέτου
είνε καταφανής. Ο εμφανιζόμενος και
αυτοδιαφημιζόμενος ως σκηνοθέτης, δεν
έχει ιδέαν της εργασίας την οποίαν
ανέλαβε». Και ο συντάκτης απαριθμούσε
κάποιες σκηνοθετικές ατυχίες, όπως ότι
ο Κωνσταντής ήταν βαρκάρης που δεν
γνώριζε πώς να τραβήξει κουπί και ν’
ανοίξει πανιά, οι ναυτικοί του νησιού
συμπεριφέρονταν μέσα στην ταβέρνα «όπως
οι κοσμικοί κύριοι εις τας κοσμικάς
αίθουσας» κλπ.
Ήταν μια
αδυσώπητη κριτική, καθώς δεν αναγνωριζόταν
ούτε ένα θετικό. Ο φωτισμός περιγραφόταν
«ελεεινός» και ο αίθριος ελληνικός
ουρανός «αγνώριστος». Η Λήδα Μιράντα
ήταν «μία απλή ερασιτέχνις και δεν
αντέχει εις τον έλεγχον της κριτικής»,
ενώ ο Κωνσταντάρας «έχει απλώς μόνον
ωραίαν εμφάνισιν» και η τέχνη του
«γνωστή άλλωστε και από το θέατρον,
δεν είνε αξία λόγου». Μόνο η Δανίκα
κατόρθωσε να δώσει «μερικάς καλάς
σκηνάς».
Εξίσου αδυσώπητος και ο Γ. Ν.Μακρής: «Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου μια τέτοια
ταινία δε θα μπορούσε να προβληθεί δυο φορές στη σειρά. Δεν έχει ούτε ένα
προτέρημα. Είναι κακή από την αρχή ως το τέλος. Δεν έχει καν το προσόν του
«Μάγου της Αθήνας»: να προκαλεί το γέλιο. Είναι ανιαρή και στις περισσότερες
σκηνές της ενοχλεί». Το σενάριο ήταν ένα «μελόδραμα κακού γούστου», η δε ιστορία εξελισσόταν «με πλαδαρότητα, με έλλειψη κάθε πειστικότητας,
χωρίς καμμιά ψυχολογία, με αδιάφορο ή ψεύτικο διάλογο». Οι τεχνικές
ατέλειες ήταν πολλές, όμως «όσο κι αν
είναι βαρειές, είναι τίποτε μπροστά στο κακό γούστο και στην ασυναρτησία της
σκηνοθεσίας». Κατηγορούσε τον Φίνο ότι προσπάθησε ανεπιτυχώς να μιμηθεί
σκηνές διαφόρων ξένων ταινιών και κατέληγε: «Πουθενά δεν υπάρχει το ελάχιστο γούστο, σε καμμιά σκηνή δε διακρίνεται
η ύπαρξη σκηνοθέτη». Ο Μακρής μεμφόταν τη Λήδα Μιράντα, η οποία ως «μαθήτρια της Δραματικής Σχολής, θα έπρεπε να
είχε πιο πολύ ανεπτυγμένο το καλλιτεχνικό κριτήριο», ενώ για τον Κωνσταντάρα
εκτιμούσε ότι δεν μπόρεσε «να κατανικήσει
την έμφυτη ζωηρότητά του. Κάνει φιλότιμη προσπάθεια, αλλά ο ρόλος ενός
ζεν-πρεμιέ δε δημιουργείται μόνο με την εξωτερική εμφάνιση του ηθοποιού».
Απόλυτα
καυστική η έμμετρη κριτική της ταινίας,
όπως δημοσιεύτηκε στη Βραδυνή,
με
σημείο αναφοράς τις πολεμικές επιχειρήσεις,
που βρίσκονταν σε εξέλιξη στην υπόλοιπη
Ευρώπη.
Ντόπια
φιλμ
|
|
Μας
γράφουν οι εμπόλεμοι με ύφος φιλικόν:
Παρακαλούμεν,
στείλτε μας,
εδώ,
στο Δυτικόν,
κανένα
φιλμ, αν έχετε,
καλό
ελληνικό,
καθ’
ότι το χρειαζόμαστε
ως...
όπλο μυστικό!
|
Τουτέστι
θα το παίξουμε
μπροστά
στα χαρακώματα
για
να το δούνε οι εχθροί
με
ανοικτά τα στόματα
στης
νύχτας την σιγήν
και
να τραπούνε πάραυτα
εις...
άτακτον φυγήν!..
|
Το «Τραγούδι
του χωρισμού» προβλήθηκε σε «εντελώς
νέαν έκδοσιν, καθ’ όλα ανωτέρα της
πρώτης» στον κινηματογράφο
«Ρεξ» της Αθήνας τις παραμονές των
πρώτων κατοχικών Χριστουγέννων, όμως
δυστυχώς δεν στάθηκε ικανό να τρέξει
σε «άτακτη φυγή» τους Ιταλούς και
Γερμανούς κατακτητές...
Πολύ ωραίο το άρθρο σας μόνον που παραλείψατε ότι μέρος των εξωτερικών γυρισμάτων έγινε στην Ύδρα, στις Σπέτσες, στο κέντρο της Αθήνας, στο Ναύπλιο και ειδικότερα στο Παλαμίδι, απέναντι από το Μπούρτζι και στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, το οποίο ήταν ακόμη ερείπια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπό την οπτική του σήμερα στα δικά μου ίσως δίχως πείρα μάτια μοιάζει πολύτιμο κειμήλιο .
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ απολύτως με τις κριτικές της εποχής. Κάκιστη ταινία με πολύ κακές ερμηνείες. Ως και αυτός ο ταλαντούχος Κωνσταντάρας έπαιζε άσχημα για πρώτη ίσως και τελευταία φορά. Προφανώς ο Φίνος δεν ήξερε να σκηνοθετεί. Παρ΄όλα αυτά η ταινία έχει συλλεκτική και νοσταλγική αξία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης είμαι σχεδόν σίγουρος πως η σκηνή του φιλιού της Μιράντας με τον Κωνσταντάρα είναι η πρώτη σκηνή φιλιού στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Μάλιστα είναι η σκηνή που φαίνεται το γύρισμα στην πάνω φωτογραφία του άρθρου.
ΑπάντησηΔιαγραφή