Τον Ιούνιο του 1954, στο πλαίσιο ενός μεγάλου αφιερώματος για την
ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου εντοπίζουμε μια ενδιαφέρουσα αφήγηση στο
δημοσιογράφο Νέστορα Μάτσα για τον αθηναϊκό Εθνικό Κήρυκα. Ο ηθοποιός Γεώργιος
Πλουτής περιέγραψε πώς το καλοκαίρι του 1915 ο ίδιος είχε συμμετάσχει σε μια
ταινία με οπερατέρ τον Λεόνς και παραγωγό τον πρώην μυστικό αστυνομικό Κοσμάτο.
Στην αφήγησή του ο ηθοποιός δεν έδινε ουσιαστικές λεπτομέρειες για το
περιεχόμενο της ταινίας πέραν του τίτλου της («Επί της Ακροπόλεως»), της
ολιγόλεπτης διάρκειάς της και της συμμετοχής σ’ αυτήν άλλων δύο επαγγελματιών
ηθοποιών και πολλών ερασιτεχνών. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, λόγω της πολύ μικρής
διάρκειάς της η ταινία δεν προβλήθηκε αυτοτελώς στους κινηματογράφους, αλλά
συνοδεύοντας άλλες ταινίες, ώστε είναι δύσκολος ο εντοπισμός της ημερομηνίας
πρώτης προβολής της.
Αντιγράφω όλη την πολύ ενδιαφέρουσα αφήγηση του Γ. Πλουτή στο Νέστορα
Μάστα, που μας μεταφέρει με αυθεντικό τρόπο στα παρασκήνια μιας
κινηματογραφικής προσπάθειας, όταν ο ελληνικός κινηματογράφος βρισκόταν όντως
στα γεννοφάσκια του:
«Το
καλοκαίρι του 1915 εργαζόμουν στο θερινό θέατρο “Αλάμπρα” με το θίασο της Αγνής
Ροζάν. Την εποχή εκείνη, την τόσο ωραία κι αξέχαστη για μας που την ζήσαμε,
έκανε θεατρικό ρεπορτάζ ο παλιός και μακαρίτης πια δημοσιογράφος Μήτσος
Μοσχονάς. Ο Μοσχονάς ήταν πασίγνωστος σ’ εμάς τους ηθοποιούς, που για όλους μας
έγραφε κι είχε μάλιστα ένα δικό του τρόπο για να πληροφορείται τα νέα μας...
Έν’ απόγευμα του Ιουλίου, που
ετοιμαζόμαστε στην “Αλάμπρα” για την παράσταση, ήλθε στο θέατρό μας για να
πάρει, όπως συνήθιζε το καφεδάκι του και να μάθει νέα για το καινούριο έργο που
θ’ ανεβάζαμε, τις προοπτικές μας για το χειμώνα κλπ. Σε μια στιγμή κι εντελώς
απρόοπτα, μας ανήγγειλε το “μεγάλο γεγονός”. Κάποιος πλουσιότατος Κεφαλλονίτης
και σοβαρός πολύ άνθρωπος, ο Κοσμάτος, που για πολλά χρόνια είχε εργασθεί ως
μυστικός αστυνομικός της αιγυπτιακής κυβέρνησης για την καταδίωξη του
λαθρεμπορίου στη χώρα του Νείλου, ήθελε να ιδρύσει μια ελληνική κινηματογραφική
εταιρία. Σκόπευε μάλιστα γι’ αυτό το σκοπό να διαθέσει σημαντικό μέρος της
περιουσίας του, έτσι ώστε τα πρώτα ελληνικά φιλμς που θα γυρίζονταν να ήταν από
κάθε άποψη άρτια, για την εποχή τους φυσικά.
Οι συνάδελφοί μου κι εγώ ακούσαμε
με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την είδηση που μας ανήγγειλε ο Μοσχονάς και το
ενδιαφέρον αυτό μεγάλωσε ακόμη περισότερο, όταν μας πληροφόρησε ότι ο
πρωτοπόρος Κεφαλλονίτης επιχειρηματίας, ζητούσε ηθοποιούς κατάλληλους για τον
κινηματογράφο που εκτός από το ταλέντο τους θα έπρεπε να ήταν και πολύ
φωτογενείς γιατί, καθώς ο κινηματογράφος ήταν τότε βουβός, θα έπρεπε να
εκφράσουν τα αισθήματά τους και τις αντιδράσεις τους μόνο με την έκφαση του
προσώπου.
Η αρχή θα γινόταν με μερικά
δοκιμαστικά “ταμπλό”, καθώς τα έλεγε, που θα γυρίζονταν στην Ακρόπολη και στο
Θησείο και θα είχαν έτσι για φόντο τους τα αρχαία μνημεία... Ο τίτλος αυτών των
ιδιότυπων και πρωτόγονων φιλμς, θα ήταν “Επί της Ακροπόλεως”...
Ύστερα απ’ όλες αυτές τις εξηγήσεις,
ο Μοσχονάς με ρώτησε αν δέχομαι να λάβω μέρος, κι εγώ φυσικά απάντησα
καταφατικά, γιατί μ’ ενδιέφερε ο κινηματογράφος κι ήθελα να δοκιμάσω τις
δυνατότητές μου στην καινούρια Τέχνη. Πραγματικά, αφού έκλεισε η συμφωνία,
αρχίσαμε ύστερα από λίγες ημέρες το γύρισμα με αρκετά, ομολογώ, ιδιότυπες
συνθήκες!.. Γενικός οπερατέρ, σκηνοθέτης, μηχανικός και φωτογράφος ήταν ένας
Γάλλος κ. Λεόν που δεν θυμάμαι πια το επίθετό του. Έδειχνε ότι ήξερε από
κινηματογράφο κι είχε με πολύ κέφι αρχίσει τη δουλειά του.
Στα ταμπλό αυτά, εκτός από δυο
τρεις ηθοποιούς κι εμένα, όλοι οι άλλοι ήταν ερασιτέχνες, που φιλοδοξούσαν ν’
αποκτήσουν τη δόξα των μεγάλων ειδώλων του βωβού που χαλούσαν κόσμο τότε στην
Αθήνα. Το πώς γυρίσθηκαν είναι μια ολόκληρη ιστορία, που για να τη διηγηθεί
κανείς σ’ όλες της τις λεπτομέρειες, θα χρειαζόταν πολύς πολύτιμος χώρος...
Θυμούμαι όμως ακόμη, ότι ανηφορίζαμε κάθε πρωί πολύ νωρίς προς την Ακρόπολη και
το Θησείο κι εκεί εκπαιδευόμαστε ώρες ολόκληρες για να μπορέσουμε με τα
πρωτόγονα μηχανήματα και με την κινηματογραφική απειρία τεχνικών και
εκτελεστών, να γυρίσουμε ένα πλάνο.
Όταν όλα τα ταμπλώ ήταν έτοιμα
και παρουσιάσθηκαν στο Αθηναϊκό κοινό, σημείωσαν, παρ’όλες τις τρομακτικές
ελλείψεις των, αρκετή επιτυχία. Οι θεατές δέχθηκαν εγκάρδια τις πρώτες αυτές
ελληνικές προσπάθειες που ήταν διάρκειας λίγων μόνο λεπτών και που προβάλλονταν
μαζί με άλλη ταινία.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου