ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 3: Σκέψεις για την τύχη της ελληνικής κινηματογραφίας, όταν ακόμη βρισκόταν στα πρώτα της βήματα

α. Με αφορμή την προβολή της ταινίας «Σπιριδιόν πού πορεύσαι;» τον Απρίλιο του 1915, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καιροί το παρακάτω χρονογράφημα, που αφορούσε λιγότερο το φιλμ και περισσότερο τα ήθη της εποχής, όταν η κινηματογραφική κάμερα αποτελούσε μαγνήτη για τους απλούς πολίτες, ενώ αναφερόταν και στις προοπτικές προόδου της κινηματογραφίας στην Ελλάδα, που όμως προσεγγίζονταν με αρκετή απλοϊκότητα και αφέλεια, υποτιμώντας τις αντικειμενικές δυσκολίες, που επικρατούσαν αναφορικά με την ανάπτυξη της έβδομης τέχνης στη χώρα μας. Το κείμενο υπέγραφε «Ο Πολυντώρ».


ΑΙ ΤΑΙΝΙΑΙ ΜΑΣ

Εβλέπαμε την πρώτην κινηματογραφείσαν ελληνικήν κωμωδίαν «Σπυριδιών πού πορέυσαι;».
- Καλά, πολύ καλά, είπεν ένας θεατής.
- Ως αρχή περισσότερον από καλά.
- Ένα άτοπον όμως ευρίσκω, παρετήρησεν ο κριτικώτερος εκ των συμπολιτών. Την μανίαν του κόσμου να τρέχη πίσω κ' εμπρός από τους κινηματογραφουμένους ηθοποιούς. Τι διαδήλωσις πλήθους ήταν αυτή εμπρός εις το κατάστημα του Νησιώτη!
- Τι ηθέλατε να μην τρέξη κόσμος και κοσμάκης πίσω από ένα άνθρωπον φορούντα γυναικείον υποκάμισον και πανταλόνι μέρα μεσημέρι, μέσα στην οδόν Σταδίου, όταν ευρίσκονται ακόμη άνθρωποι εις τας Αθήνας να κυκλώνουν τον Βδελλόπουλον;
- Μα καλά, δεν είδαν, ότι επρόκειτο περί κινηματογραφήσεως; Διατί έτρεχαν, λοιπόν, από πίσω; Μπορούσαν να παρακολουθούσαν τα συμβαίνοντα εξ αποστάσεως. Εις καμμίαν άλλην ταινίαν, απ' αυτάς που βλέπομεν, εις το πανί, δεν φαίνονται οι διαβάται ενδιαφερόμενοι τόσον διά τους κινηματογραφουμένους ηθοποιούς.
- Βλέπετε, ότι είνε η αρχή εδώ. Διά πρώτην φοράν ο κόσμος ευρίσκει το πράγμα περίεργον, όπως της αποκρηές τα ρόπαλα, την γκαμήλα. Σιγά-σιγά θα συνηθίσωμεν και τον κινηματογράφον εις τους δρόμους, όπως το τραμ, τ' αυτοκίνητα και τα ψηνόμενα κοκορέτσια και κεφαλάκια εις τα πεζοδρόμια.
- Το σπουδαίον είνε, παρετήρησε κύριος έχων δικαίωμα «ειδικού» επί του θεάτρου, το οποίον δεν είδε πέραν των Αθηνών, ότι αρχίζει ν' αναπτύσσεται και σε μας εδώ το κινηματογραφικόν θέατρον. Υπό την καλλιτεχνικήν, βιοτεχνικήν τε και οικονομικήν έποψιν, τούτο είνε ευχάριστον. Είδατε αυτόν τον ηθοποιόν Σ. Δημητρακόπουλο τι μεταλλείον διά κωμικούς τύπους του είδους του, που είνε; Αν οι συγγραφείς μας αρχίσουν και γράφουν δι' αυτόν μικράς φάρσας, θα κάμουν την τύχην των. Αλλά γενικώς το κινηματογραφικόν θέατρον, που τόσον αρέσει εις όλον τον κόσμον και εις τας Αθήνας, αρχίζει να μειδιά προς τους ταλαιπώρους Έλληνας συγγραφείς και ηθοποιούς, οι οποίοι από ένα έργον των έως την ώραν μόλις εκέρδιζαν μίαν δραχμήν.
- Προβλέπετε οικονομικήν βελτίωσιν του θεάτρου από τον κινηματογράφον;
- Τεραστίαν. Παρατηρήσατε εφέτος με τον πόλεμον τι μεγάλη έλλειψις και ζήτησις από ταινίας, που ήταν. Οι Ιταλοί επωφελήθησαν από την περίοδον και επλημμύρισαν τον κόσμον από τα κινηματογραφικά των νεροπλύματα. Όλαι αυταί αι ηρωίδες του ιταλικού κινηματογράφου, αι ξυλένιαι, αι μελοδραματικαί, αο κολοκυθένιαι, και πληκτικαί, επέρασαν εις ανούσια έργα ως μεγάλαι καλλιτέχνιδες. Διατί να μην επωφεληθή ο κινηματογράφος εις την Ελλάδα αυτής της ελλείψεως ταινιών και να εκμεταλλευθή τους Έλληνας ηθοποιούς;
- Αλλ' έχομεν ημείς ένα Ψιλάντερ, μίαν Άστα Νιέλσεν, μίαν Μπέττυ Νάνσεν;
- Από τα γλυκανάλατα πρόσωπα του ιταλικού κινηματογράφου οι ιδικοί μας ηθοποιοί είνε απείρως ανώτεροι. Οι κωμικοί μας ειμπορούν να έχουν μίαν επιτυχίαν εξησφαλισμένην. Αι γυναίκες του θεάτρου μας και κομψαί είναι και συμπαθητικά χαρακτηριστικά έχουν. Ενθυμηθήτε μόνον τα Κοτοπουλίδια, την ευκινησίαν των, την χάριν των, την ελαφρότητά των. Αλλά και πολλαί άλλαι νεάνιδες ειμπορούν να επιτύχουν εις τον κινηματογράφον περισσότερον μάλιστα από την σκηνήν, διότι η φωτογραφία κολακεύει πολλαπλάσια, όταν γίνεται καλά. Μίαν στιγμήν, παρακαλώ, ενθυμηθήτε την Αγγέλαν, την κ. Φυρστ, εκείνον τον διαβολάκον την Πεταλά, αλλά και αρκετούς άλλους ποδογυρικούς διαβολάκους της σκηνής μας. Νομίζω, ότι ειμπορούν να παίξουν εξαίσια εις τον κινηματογράφον, αρκεί ν' αποφασίσουν οι συγγραφείς μας ν' αρχίσουν να γράφουν διά τον κινηματογράφον.
- Αλλά σκέπτεσθε το τι στοιχίζει μία κινηματογραφική επιχείρησις;
- Ας γίνη η αρχή με ολίγα μέσα. Κοστούμια και φορέματα δεν λείπουν, ούτε τοπία και ζωή πόλεως. Ο κινηματογράφος έχει τούτο το καλόν, ότι δύναται να χρησιμοποιήση το παν υπέρ της επιχειρήσεώς του και τα πολυδάπανα, αλλά και τ' απλούστερα μέσα, το δάσος, την ακτήν, το χωράφι, τον δρόμον, το πάρκο, τα βουνά, την θάλασσαν, τον κήπον. Έχει απέραντον φυσικόν σκηνικόν διάκοσμον, ο οποίος δεν στοιχίζει τίποτε και δύναται να μεταβάλλη σκηνάς εις την στιγμήν χωρίς να χρειάζεται πάντοτε τεχνητά σκηνικά. Με την ελαχίστην δε μεταρρύθμισιν, πολλά απλά πράγματα εις την φωτογραφίαν προσλαμβάνουν μεγαλοπρέπειαν. Έπειτα ευκολώτερον να εύρη να φωτογραφήση κανείς εις τας Αθήνας το θαυμασιώτερον σαλόνι παρά να το κατασκευάση επάνω εις την σκηνήν. Οι κήποι και αι επαύλεις της Κηφισιάς, η ζωή του Φαλήρου, το Τατόι και τα λοιπά δάση της Αττικής, ο λιμήν του Πειραιώς, οι αθηναϊκοί δρόμοι και αι αθηναϊκαί εξοχαί είναι ανεξάντλητος πρόχειρος διάκοσμος του κινηματογράφου. Ας γίνη μία αρχή μονάχα και θα δήτε διά μιάς δεκαπέντε κινηματογραφικάς επιχειρήσεις εις τας Αθήνας.
- Μη λησμονήτε, κύριοι, και κάτι άλλο, τον άπειρον αρχαιολογικόν πλούτον των Αθηνών, ο οποίος δύναται να επιβοηθήση απείρως το κινηματογραφικόν θέατρον.
- Και το τραμ, πού το βάζετε; είπε κάποιος. Μόνον αι περιπέτειαι ενός ταξειδιού με το αθηναϊκόν τραμ, εγγυώνται την μεγαλητέραν επιτυχίαν.


β. Πέντε χρόνια αργότερα, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Η Προίκα της Αννούλας», ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζόπουλος (υπό το ψευδώνυμο "Πεζοπόρος") έγραφε τις σκέψεις του σχετικά με την ταινία και παράλληλα κατέθετε τις απόψεις του για τις προοπτικές του ελληνικού κινηματογράφου και πώς αυτός θα μπορούσε να στηριχθεί σε γνωστά μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων για να βρει καινούρια σενάρια. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Εμπρός στις 08.04.1920.


ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΦΙΛΜ

Καλή η μικρά ελληνική κινηματογραφική ταινία με τον τίτλον τα «Προικιά της Αννούλας», που παίζεται εις το «Σπλέντιτ» και το «Αττικόν». Έχει χρώμα της υπαίθρου Αττικής, αν και λείπη η επιλογή τοπίων προς αναπαράστασιν. Τα Κιούρκα, όπου παίζεται το έργον, μπορούσαν ίσως να δώσουν καλλιτέρας απόψεις. Αλλά ό,τι απεδόθη επιτυχώς είνε ο δροσερός αέρας του χωρικού περιβάλλοντος. Ένα ηλιόλουστον απόγευμα αττικού χωρίου, εορταστικόν και χαρωπόν, είνε όλον το μικρόν αυτό έργον με τους απλούς χορούς του και την ευθυμίαν των χωρικών του. Ασφαλώς μπορεί να χαρακτηρισθή ως γενική ηθογραφία του αττικού αγροτικού βίου. Η συμμετοχή μάλιστα των χωρικών εις την κινηματογράφησιν προσδίδει εις το έργον ιδιαίτερον θέλγητρον. Δεν λείπει ούτε ο παπάς, ούτε η μανδηλωμένες γρηούλες και η μελαχροινές κουμπάρες, ούτε τα ξυπόλητα ζωηρά παιδάκια και κοριτσάκια, ούτε οι θαυμαστοί λευκοί γέροι των αττικών χωρίων. Οι στενοί δρόμοι, τα χαμηλά παλαιά σπιτάκια, η μισορειπωμένες μάνδρες, η μικρές αυλές, με την γηραιάν μουριάν και τα κατοικίδια ζώα, είνε γραφικαί εικόνες χαριτωμένης απλότητος. Και υπεράνω εις την απλότητα ανθρώπων και πραγμάτων λάμπει φωτεινός ο ήλιος της Αττικής, προσδίδων λευκότητα εκθαμβωτικήν. Αι φωτογραφίαι ελήφθησαν κάποιαν ηλιόλουστον προανοιξιάτικην ημέραν. Το αττικόν πεύκο διαγράφεται εις το λαμπρόν φως πλαστικόν, με την λεπτήν εκδήλωσίν του. Ο θίασος του «Ωδείου» μέσα εις το χωρικόν περιβάλλον έπαιξε με φυσικότητα. Τα κυριώτερα πρόσωπα συνηρμονίθησαν τόσον με τους χωρικούς και τας χωρικάς, που δεν διακρίνει ο θεατής καμμίαν προσπάθειαν προς απόδοσιν της ηθογραφικής αναπαραστάσεως. Η κ. Κούλα Ζερβού, ως Αννούλα, είνε αληθινή χωριατοπούλα του ορεινού αττικού χωρίου. Διετήρησε από την αρχήν έως το τέλος αφελή έκφρασιν, όπως σπανίως παρατηρείται εις το ελληνικόν θέατρον.
Αυτή η επιτυχία μπορεί να παρακινήση εις αναπαράστασιν και άλλων ηθογραφικών έργων διά του κινηματογράφου. Βέβαια δεν ζητούμεν να ίδωμεν μίαν διαρκή απομίμησιν των «Προικιών της Αννούλας», διότι θα καταντήση πληκτικόν το θέαμα. Ο αγροτικός μας βίος έχει ποικιλίαν απόψεων, αρκεί να τας προσέξη κανείς και να γνωρίση να τας αποδώση. Το βουνόν, ο κάμπος, η ακρογιαλιά, το δάσος, η ρεμματιές, τα χωράφια, οι ανθόκηποι, οι αμπελώνες και οι ελαιώνες, αιωνόβια κυπαρίσσια, παληά μνημεία όλων των εποχών, μοναστήρια, μεσαιωνικοί πύργοι, βυζαντινά εκκλησάκια, ερείπια ναών, αι εργασίαι εις τους αγρούς, ο θερισμός, ο τρυγητός, η γραφικές σπηλιές με τους σταλακτίτας των, η υλοτομία, το κυνήγι, το ψάρεμα, βαρκούλες και βαποράκια, η τράτα και το παραγάδι, τα εξοχικά πανηγύρια, αι λιτανείαι των εορτών εις τας κωμοπόλεις, οι υπαίθριοι χοροί, αι χαρωπαί ανατολαί, τα θερμά μεσημέρια, αι μαγικαί δύσεις, μπορούν να αποτελέσουν διακοσμητικά περιβάλλοντα εις κινηματογραφικά έργα με ιδιαίτερον χαρακτήρα, τον της μεσημβρίας. Το θέατρόν μας, το οποίον ενδεχόμενον υπό έποψιν ψυχολογικού παιξίματος να καθυστερή, δεν δύναται ίσως να κινήση ζωηρόν ενδιαφέρον, αλλά εις τον κινηματογράφον οι ηθοποιοί μας, περιοριζόμενοι εις ηθογραφικά έργα, [...] εις αγροτικά τοπία, μπορούν να έχουν επιτυχίας γραφικότητος. Και μία καλή ηθογραφία, πιστώς αποδομένη, με επιτυχή ρεαλιστικήν έκφρασιν, ίσως να αξίζη περισσότερον από την ατελεύτητον εκείνην μονοτονίαν της επαναλήψεως των στερεοτύπων ξένων «κοινωνικών» έργων, εις την οποίαν κατά προτίμησιν έχουν παραδοθή οι ηθοποιοί μας, όταν δεν γίνονται ευχάριστα νούμερα επιθεωρήσεων. Το δραματικόν στοιχείον δεν αποκλείεται από την κινηματογραφικήν εικόνα, όταν προέρχεται αυτή από έμπνευσιν και καλαίσθητον εκλογήν, από γνώσιν και πείραν συναρμογής τοπίου και προσώπων. Αρκεί μόνον να μη παρουσιάζωνται όλα αυτά ως κλισέ και να μη δεικνύουν προσπάθειαν εκζητημένης αποδόσεως του κουλαίρ λοκάλ. Θα περιπέση τότε η ελληνική κινηματογραφική ταινία εις την υπερβολήν, η οποία φέρει την κούρασιν. Θα χρειασθή, λοιπόν, η συνεργασία εκτελεστών και συγγραφέων με λεπτόν γούστο. Ήδη η φιλολογία μας έχει αρκετά έργα, τα οποία μπορούν να κινηματογραφηθούν με επιτυχή απόδοσιν του ελληνικού περιβάλλοντος. Η «Αμαρυλλίς» του κ. Γ. Δροσίνη λ.χ. νομίζω πως είνε κατάλληλος διά χαριτωμένην κινηματογραφικήν απόδοσιν. Η «Λυγερή» του κ. Ανδρέα Καρκαβίτσα, ο «Πατούχας» του κ. Ιωάννου Κονδυλάκη έχουν επίσης, εκτός της λογοτεχνικής αξίας των, και στοιχεία αποδόσεως πρωτοτύπου ελληνικού περιβάλλοντος με κινηματογραφικήν ταινίαν. Έως την ώραν από όλας τας αποπείρας, που έγιναν διά κινηματογραφικά ελληνικά έργα τα «Προικιά της Αννούλας» παρουσιάσθησαν με αβιαστοτέραν έκφρασιν και η επιτυχία των πρέπει να ενθαρρύνη διά νέα έργα. Το κοινόν εδέχθη το μικρόν αυτό κινηματογραφικόν έργον επιδοκιμαστικώς και τούτο είνε παρήγορον, διότι προ καιρού τώρα η απλότης εις την σκηνήν δεν φαίνεται να αποτελή αγαπητόν γνώρισμα διά τους περισσοτέρους θεατάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου