«Ο ανήφορος του Γολγοθά» (και άλλες ταινίες που δεν ολοκληρώθηκαν)

Το Δεκέμβριο του 1915, ομάδα Αθηναίων κεφαλαιούχων ίδρυσαν μια ανώνυμη εταιρία κατασκευής και εκμετάλλευσης κινηματογραφικών ταινιών υπό την επωνυμία «Άστυ Φιλμς». Ένα χρόνο αργότερα, το (πρώτο;) διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας αποτελούσαν οι: Πελ. Τσουκαλάς (πρόεδρος), Δ. Βρατσάνος (διευθυντής), Ιωσήφ/Ζοζέφ Χεππ (τεχνικός διευθυντής) και Μήκιος Λυκούδης (τεχνικός σύμβουλος).

Η παλιότερη γνωστή ταινία της «Άστυ Φιλμς» ήταν η κινηματογράφηση της βάφτισης του δευτερότοκου γιου του διευθυντή της, Δήμου Βρατσάνου, τον Αύγουστο του 1916. Η πρώτη όμως σημαντική ταινία της εταιρίας ήταν η κινηματογράφηση του «Αναθέματος» και άλλων σκηνών που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1916 («Νοεμβριανά»).

Το μεγάλο, φιλόδοξο στοίχημα της «Άστυ Φιλμς» ήταν η είσοδος στη μυθοπλασία. Ήδη τον Ιούλιο του 1916 ανακοινώθηκε από την εταιρία η έναρξη προκαταρκτικών εργασιών για το γύρισμα ταινίας με τη συμμετοχή της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Μήτσου Μυράτ και άλλων γνωστών ηθοποιών. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες για να διευκρινιστεί ότι επρόκειτο για το «κομψό και λεπτό δραματάκι» με τίτλο «Ανήφορος του Γολγοθά», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Δήμου Βρατσάνου, που δημοσιευόταν σε συνέχειες στο εβδομαδιαίο περιοδικό Η Εικονογραφημένη από το Μάιο του 1916.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στα σαλόνια του μεταλλειολόγου Σερπιέρη, στον κήπο των ανακτόρων και σε άλλα τοπία της Αττικής το Μάιο του 1917. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Δήμου Βρατσάνου, ενώ η σκηνοληψία έγινε από τον Ζοζέφ Χεππ.

Kεντρική ηρωίδα της ιστορίας ήταν η Μίτσα, η οποία μεγάλωσε από οκτώ χρονών –μετά το θάνατο της μητέρας της– σ’ ένα ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι, το οποίο όμως σύντομα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μετά από μια οικογενειακή τραγωδία. Για τις ανάγκες της ταινίας, σε μοναστήρι είχε μεταβληθεί το σπίτι του αντισυνταγματάρχη Γρηγορόπουλου στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Δύο σταυροί ζωγραφίστηκαν στην πόρτα, μια καμπάνα στήθηκε πάνω από τα κάγκελα της βεράντας, ενώ καμιά δεκαπενταριά γυναίκες σεργιανούσαν στις ξύλινες γέφυρες υποδυόμενες τις καλόγριες. Η μεταμόρφωση ήταν τόσο ολική, ώστε ο αντισυνταγματάρχης, που στο μεταξύ είχε ξεχάσει τη σχετική συμφωνία με το Βρατσάνο, δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει το σπίτι του!

Ως πρωταγωνιστές αναφέρθηκαν κατά καιρούς διάφορα ονόματα (όχι όμως η Κοτοπούλη και ο Μυράτ), για πολλά από τα οποία δεν μπορεί εύκολα να επιβεβαιωθεί αν όντως συμμετείχαν στην ταινία: Γεώργιος Πλουτής, Άρης Μαλλιαγρός, Οικονόμου, Μάνος Φιλιππίδης, Κώστας Ιωαννίδης, Ιάσων Ιασωνίδης, Γαβριηλίδης, Βεάκης, Ρούσος, Αθανάσιος Μαρίκος, Σάββας, Νέζερ, Περικλής Πλεμενίδης, Κούρτελης, Μυράτ, Γονίδης, Παλμύρας, Μαρίκα Φιλιππίδου, Φωτεινή Λούη, Χριστίνα Ρούσσου (Καλογερίκου), Χρυσούλα Μυράτ, Ανθή Μηλιάδου, οι δεσποινίδες Κόκκου, Ζαφειροπούλου, Βώκου, Άλβη και η Σωτηρία Ιατρίδου.

Ο Γ. Πλουτής υποδύθηκε τον Ιησού, οι Φι­λιππίδης και Πλεμενίδης μεταμορφώθηκαν σε Ρωμαίοι ιππείς ως οι πιο... εύσωμοι, ο Μάνος Φιλιππίδης θα ένιπτε τας χείρας του ως Πόντιος Πιλάτος, ενώ η Χ. Καλογερίκου υποδύθηκε την ηγουμένη του μοναστηριού, όπου εξελισσόταν μέρος της ιστορίας.

Η παρουσία του Ιησού και των αρχαίων Ρωμαίων στην ταινία σχετιζόταν με το όραμα που είδε η ηρωίδα της ταινίας, δηλαδή την ανάβαση του Ιησού στον Γολγοθά, επηρεασμένη από το κήρυγμα του επισκόπου στο μοναστήρι. Η κινηματογραφική απόπειρα αναπαράστασης του Θείου Πάθους ήταν μια από τις πρώτες –και μάλλον μικρής διάρκειας– σκηνές, που όμως χάρισε στην ανολοκλήρωτη ταινία του Βρατσάνου μια ξεχωριστή φήμη, κυρίως επειδή το γύρισμά της συνοδεύτηκε από σειρά τραγελαφικών περιστατικών.

Με άρθρο του στον Κινηματογραφικό Αστέρα τον Ιούνιο του 1924, ο Δήμος Βρατσάνος περιέγραφε διάφορα αστεία συμβάντα από τα γυρίσματα, όπως η περιπέτεια του Πλεμενίδη, όταν ανέβηκε στο άλογό του. Ήταν ένα άλογο του στρατού που δεν μπορούσε να χαλιναγωγηθεί εύκολα, με αποτέλεσμα αυτό ν’ αφηνιάσει και να χαθεί από το λόφο των Παλαιών Σφαγείων σ’ ένα στενό της Γαργαρέττας με κατεύθυνση τα σοκάκια της Πλάκας. «Δεν έμεινε λεμονόκουπα, που να μην ήλθε εις επαφήν με τα λευκά ιμάτια του Ρωμαίου ιππέως, όπως αντηλήφθημεν σαν τον είδαμε να γυρίζη πεζή, σύρων τον ατίθασσον αχαμνύοντά του από το χαλινάρι», θυμόταν ο Βρατσάνος.

Πολλά χρόνια αργότερα, μιλώντας στο δημοσιογράφο Νέστορα Μάτσα, ο «Ιησούς» της ταινίας, Γεώργιος Πλουτής, θυμήθηκε και άλλες ιστορίες από τα γυρίσματα, για τις ανάγκες των οποίων ως Γολγοθάς είχε επιλεγεί ένα ύψωμα στα Σφαγεία, στην περιοχή Χαροκόπου της πρωτεύουσας. Κατ’ αρχάς αποκάλυψε ότι λίγο πριν το γύρισμα ο ίδιος μαζί με άλλους ηθοποιούς είχαν κάτσει για αρκετή ώρα σ’ ένα ταβερνάκι, όπου απόλαυσαν... λίγο κρασάκι, ώστε ήταν «σχεδόν μεθυσμένοι» πριν πιάσουν δουλειά! Και βέβαια, αξέχαστη είχε μείνει στον Γ. Πλουτή η υποδοχή που του είχαν επιφυλάξει διάφοροι τύποι και τα πιτσιρίκια των Σφαγείων, πετώντας του πέτρες, όταν τον είδαν ν’ ανηφορίζει το λόφο κουβαλώντας το Σταυρό του μαρτυρίου:

«Αναγκαστικά λοιπόν φορτώθηκε το βαρύ σταυρό στον ώμο που μ’ έκανε σε κάθε βήμα ν’ αγκομαχώ, να λαχανιάζω και τελικά να πέφτω κι έχοντας δεξιά κι αριστερά μου Ρωμαίους στρατιώτες με λόγχες και κοντάρια, άρχισα ν’ ανεβαίνω προς τον Γολγοθά, ενώ από το πρόσωπό μου έσταζαν μαζί με τον ασταμάτητο ιδρώτα και οι μπογιές που είχαν λιώσει στο μεταξύ...

Από πίσω μου έρχονταν τα πλήθη των πιστών με επικεφαλής τις Μαυροφόρες, οι οποίες σπάραζαν, υποτίθεται από τα κλάματα, ενώ στην πραγματικότητα διασκέδαζαν πολύ με όλη αυτήν την ιστορία που θύμιζε περισσότερο λαϊκό πανηγύρι, και λιγότερο Γολγοθά!...

Όταν προχωρήσαμε λίγο και η κινηματογραφική μηχανή άρχισε να παίρνει τα πρώτα πλάνα και τις πρώτες σκηνές, σαν να είχε δοθεί ένα ξαφνικό σύνθημα οι πιτσιρίκοι κι οι διάφοροι τύποι των Σφαγείων, που απολάμβαναν μακαρίως το θέαμα, άρχισαν να μας πετροβολούν.

Ας σημειωθεί ότι ιδιαίτερη... συμπάθεια έδειχναν σ’ εμένα και γιατί ήμουν καλύτερος στόχος και γιατί νόμιζαν ότι έτσι θα σταματήσουν το γύρισμα. Εγώ στην αρχή, για να μη χαλάσω τις σκηνές που γυρίζονταν με τόσο κόπο, δεν έδινα καμιά σημασία, παρά τους όχι και τόσο μικρούς πόνους που αισθανόμουν από τις... εγκάρδιες εκδηλώσεις του πλήθους. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι ηθοποιοί, καθώς κι οι κομπάρσοι.

Οι μικροί, ξεθαρρεμένοι από αυτήν τη φαινομενική αδιαφορία μας, άρχισαν να μας πετροβολούν εντονότερα, οπότε κι εμείς, σ’ έξαλλη πια κατάσταση, αρχίσαμε ν’ ανταποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι!...

Καταλαβαίνετε φυσικά τι σύγχυση και τι φασαρία έγινε, που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν εγώ άφησα το βαρύ σταυρό από τους ώμους κι οχυρωμένος πίσω του, άρχισα να τους πετροβολώ.

Το πανδαιμόνιο που έγινε είναι ανώτερο κάθε περιγραφής. Το πανδαιμόνιο όμως αυτό αποκορυφώθηκε, όταν μαζί με το έξαλλο πλήθος αφηνίασαν και τ’ άλογα που λάμβαναν... μέρος στο γύρισμα! Φαντάζεσθε την τρομάρα και την αγωνία των αξιωματικών και των πραιτωριανών που επέβαιναν σ’ αυτά. Προσπάθησαν με υπεράνθρωπο κόπο να τα συγκρατήσουν αλλά μάταια. Έτσι, τ’ αφηνιασμένα άλογα τράπηκαν σ’ άτακτη φυγή και οδήγησαν τους αξιωματικούς που έτρεμαν κυριολεκτικά σαν τα φύλλα στις... Τζιτζιφιές...

[...] Στις Τζιτζιφιές η αστυνομία όταν είδε τους ιδιότυπους αυτούς καβαλάρηδες με τους χιτώνες και τα κράνη να τρέχουν έξαλλοι, τους νόμισε για τρελλούς ή για... επαναστάτες κι αφού με μεγάλους κόπους σταμάτησε τ’ άλογα, τους οδήγησε για περισσότερες εξηγήσεις στο τμήμα... Εκεί ο αρμόδιος διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος τους υπέβαλε σε ολόκληρη ανάκριση και χρειάσθηκε επί ώρες ολόκληρες να του δώσουν εξηγήσεις για ν’ αντιληφθεί ότι πρόκειται περί ανυπόπτων καλλιτεχνών, οι οποίοι είχαν την ατυχία να λαμβάνουν μέρος στα καινούρια πάθη του Χριστού... Έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι και επέστρεψαν στο Γολγοθά, όπου τους περιμέναμε εμείς για να συνεχίσουμε το γύρισμα της ταινίας. Είχε πια όμως βραδιάσει σχεδόν κι οι περισσότερες σκηνές από όσες τραβήξαμε εκείνη τη μοιραία και ιστορική για τον ελληνικό κινηματογράφο ημέρα, ήταν μαύρες –πίσσα. Κρίμα λοιπόν στους τόσους κόπους μας και στους τόσους αγώνες μας».

Για την αιτία διακοπής των γυρισμάτων του «Ανήφορου του Γολγοθά» γράφτηκαν πολλά και αντιφατικά. Το 1957 ο Δημήτρης Ψαθάς ισχυριζόταν ότι ο ηθοποιός που υποδυόταν το Χριστό, ένας άνεργος ηθοποιός «με ευγενική, όμως, φάτσα», κουρασμένος από το βάρος του σταυρού που σήκωνε για τις ανάγκες του γυρίσματος, ανεβαίνοντας το λόφο του Φιλοπάππου αγα­νάκτησε, όταν κάποια παιδιά άρχισαν να του πετούν μεγάλες πέτρες ώστε να δοθεί εντονώτερα ο χαρακτήρας του μαρτυρίου. Παράτησε το σταυρό και άρχισε να τα κυνηγάει βρίζοντας τα θεία, ενώ όλη αυτή η ανα­στάτωση προκάλεσε παρέμβαση της αστυνομίας. «Φυσικά τους πήγαν όλους μέσα για την διασάλευσι της δημοσίας τάξεως και το γύρισμα της ταινίας -ευτυχώς άλλωστε- ματαιώθηκε», σημείωνε ο Ψαθάς.

Το 1961, ο Κωστής Χαιρόπουλος θυμόταν ότι ο πρωταγωνιστής, ενώ σήκωνε το «σταυρό του μαρτυρί­ου», πάτησε ένα τεράστιο γυαλί και του ξέφυγε μια βρισιά για τα θεία. Την ίδια ώρα ένα άλογο αφηνίασε προκαλώντας πανζουρλισμό, αλλά και αθρόες συλλήψεις από έναν παρόντα χωροφύλακα.

Σύμφωνα με το Δήμο Βρατσάνο, τα γυρίσματα διακόπηκαν για πολιτικούς λόγους, όταν η αστυνομία συνέλαβε τον οπερατέρ Ζόζεφ Χεπ ως φιλοκωνσταντινικό και ενώ είχε ήδη γυριστεί ταινία 900 μ. περίπου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο το Χεπ η ταινία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, διότι «διά να βγάλη κανείς εις πέρας τον ανήφορο του Γολγοθά του δεν φθάνει νάναι μόνο βουλευτής, αλλά νάχη και κότσια γερά και γρόσσα».

 Πάντως τον Αύγουστο του 1918 η εφημερίδα Εστία ανήγγειλε ότι ο «Ανήφορος του Γολγοθά» ήταν έτοιμος να προβληθεί την ερχόμενη σεζόν μαζί με μια δεύτερη ταινία της «Άστυ Φιλμς» με τίτλο «Καραβίδα», τα γυρίσματα της οποίας επρόκειτο να ξεκινή­σουν άμεσα, χωρίς να γνωρίζουμε αν αυτό όντως συνέβη.

Η ταινία θα είχε έντονο ναυτικό χρώμα με θωρηκτά, γιότ, κότερα, γυμνάσια, λεμβοδρομίες κλπ., ενώ φαίνεται ότι η ιστορία βασιζόταν στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Βρατσάνου, που ανέβηκε στο «Κυβέλειον» τον Ιούνιο του 1917 και το οποίο φερόταν να έχει μακρινές επιρροές από την «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Όπως διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής, «ο αγών της καραβίδας κατά του χταποδιού συμβολίζει την πράξιν μιας εγγάμου γυναικός, γεμάτης ένστικτα και ορμάς, η οποία παρασύρει εις τον όλεθρον τον εχθρόν, ένα ασυνείδητον άνθρωπον, που κρατεί στα χέρια του την τιμή της».

Η κινηματογραφική απόδοση της «Καραβίδας» θα παρήγαγε μία τρίπρακτη ταινία μήκους 1400 μέτρων, για το γύρισμα της οποίας είχαν εισαχθεί 3000 μέτρα φιλμ βιέρζ της Κόντακ, με πρωταγωνίστρια την Αγνή Ρεζάν, η συμμετοχή της οποίας εξασφάλιζε –κατά την εφημερίδα Εστία– «μία πρώτης τάξεως επιτυχία», πλαισιωμένη από όμιλο «δοκίμων ηθοποιών».

ΑΛΛΑ ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΥΟΔΩΘΗΚΑΝ

Τον Απρίλιο του 1915 διέρρευσε η πρόθεση να κινηματογραφηθεί ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορ­νάρου ύστερα από σχετική σύσταση του τέως Γενικού Διοικητή Κρήτης, Λουκά Ρούφου, ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα για τα δεδομένα της εποχής, που τελικά δεν υλοποιήθηκε.

Εξάλ­λου, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες η ελπιδοφόρα πληροφορία ότι είχε αγο­ραστεί οικόπεδο επί της οδού Πατησίων, προκειμένου να χτιστούν στούντιο, ώστε να δημιουργηθεί μια εγ­χώρια κινηματογραφική βιομηχανία. Ήταν ένα ακόμη πυροτέχνημα χάριν εντυπωσιασμού ή για ακόμη μια φορά κάποιο απρόοπτο εμπόδιο ανέκοψε την εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου εν τη γενέσει του;

Το 1916, η επιτυχία της θεατρικής διασκευής του «Ιππόλυτου» από τον Τσοκόπουλο, που ανέβηκε στο Βασιλικό θέατρο, συνοδεύτηκε από φήμες για κινηματογράφηση του έρ­γου και ότι μάλιστα η αρχαιοπρεπής έξοδος της Ακαδημίας θα χρησιμοποιούταν για την αναπαράσταση του εξωτερικού των ανακτόρων του Θησέα.

Το Σεπτέμβριο του 1916 ανακοινώθηκε η αναζήτηση νεαρής ηθοποιού για τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία κοινωνικής υπόθεσης με τίτλο «Αράχνη». Το σενάριο φερόταν να είχε γράψει κάποιος ξένος άνθρωπος των γραμμάτων που ζούσε στην Ελλάδα, χωρίς ν’ αναφέρεται κάπου τ’ όνομά του, ενώ το γύρι­σμα είχε αναλάβει η Αθηναϊκή Κινηματογραφική Εταιρεία. Ούτε αυτό το σχέδιο προχώρησε τελικά.

Ταινία με το θίασο της Κοτοπούλη εμφανιζόταν να ετοιμάζει ο κινηματογραφικός οίκος «Παλλάς» την άνοιξη του 1917, με τους ηθοποιούς του θιάσου να ποζάρουν στον κινηματογραφικό φακό σε διάφορες στάσεις, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο σε μία, αλλά σε περισσότερες ταινίες!

Την ίδια περίοδο δημοσιεύτηκε η πληροφορία ότι η εταιρία των θεατρικών συγγραφέων συνέπραξε με διάφορους ηθοποιούς για το ανέβασμα κλασικών έργων σε φυσικά τοπία (π.χ. η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο και η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη στο θέατρο του Διονύσου) με σκοπό να κινηματογραφηθούν.

 [Η ανάρτηση ενημερώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: protestainies.blogspot.com/p/2025.html]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου