«Το Χάνι της Γραβιάς και αι τελευταίαι ημέραι του Οδυσσέως Ανδρούτσου»: Η πρώτη ταινία για την ελληνική επανάσταση

Το 1928 παρουσιάστηκε και δεύτερη ελληνική ταινία. Ήταν το «Χάνι της Γραβιάς και αι τελευταίαι ημέραι του Οδυσσέως Ανδρούτσου», η πρώτη ελληνική ταινία με θέμα την επανάσταση του 1821, που πρωτοπροβλήθηκε –αυτό κι αν είναι έκπληξη!– στον κινηματογράφο «Αργυλλά» του Βόλου από 21 έως 23 Δεκεμβρίου.

Η σκηνοθεσία ήταν του Δημήτρη Καμινάκη και η παραγωγή της θεσσαλονικιώτικης εταιρίας «Ηρώ Φιλμ Νέας Ελλάδος», για την οποία έγινε λόγος και σε προηγούμενες σελίδες.

Η εταιρία παραγωγής είχε αυτογνωσία για το αποτέλεσμα που παρουσίαζε επί της οθόνης, γι’ αυτό και ξεκαθάριζε: «Δεν παρουσιάζομεν Σούπερ φιλμ μεγάλου και φημισμένου εργοστασίου, δεν παρουσιάζομεν ταινίαν εκατομμυρίων αξίας. Παρουσιάζομεν όμως την πρώτην ελληνικήν ταινίαν ελληνικής καθαρά υποθέσεως, ταινίαν των προγόνων μας που χάριν αυτών καυχόμεθα ότι είμεθα κράτος».

Το σενάριο βασίστηκε στις γραπτές διηγήσεις του Άγγλου φιλέλληνα Εδουάρδου Τρελλώνη. Ξεκινούσε με την κάθοδο του τουρκικού στρατού στη Στερεά Ελλάδα το 1821 και τη μάχη της Γραβιάς και συνέχιζε σε γεγονότα από το 1823 και μετά: η οχύρωση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο απροσπέλαστο σπήλαιο του Παρνασσού (το «Κωρύκειον Άντρον»), όπου η αδερφή του Ανδρούτσου, Ταρσίτσα, ερωτεύτηκε τον Τρελώνη, πώς ο Ανδρούτσος εξαπάτησε τον Ομέρ Μπέη της Καλαμάτας ψευδοσυμμαχώντας μαζί του με σκοπό να σώσει το στρατό των επαναστατών της ανατολικής Στερεάς, η παράδοσή του στον Γκούρα και το οικτρό του τέλος στην Ακρόπολη.

Εξωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στις Θερμοπύλες, στη Γραβιά, στον Παρνασσό και στην Ακρόπολη. Στο βαθμό που ο Λεωνίδας Αθανασιάδης, συνεργάτης του Καμινάκη και βοηθός οπερατέρ της ταινίας, θυμόταν καλά το 1977, εξωτερικές σκηνές πρέπει να κινηματογραφήθηκαν επίσης στη Μονή Βλατάδων, στα τείχη της Παλαιάς Πόλης και στο Ασβεστοχώρι, ενώ κάποια εσωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» της Θεσσαλονίκης, σε σκηνικά που είχε διαμορφώσει ο ίδιος ο Καμινάκης.

Σύμφωνα και πάλι με τις αναμνήσεις του Αθανασιάδη, στην ταινία έπαιξαν οι Μιχαήλ Μάσσιος, Μαίρη Τσικούδη, Ελένη Καρύκη, Μαρίκα Βίττου, Γ. Σαββόγλου, και Αντζουλίνα Ποζέλλι κ.ά. –όλοι ερασιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο ένα δημοσίευμα του 1936 στην εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος ανέφερε μεταξύ των ηθοποιών τους Μιχαλάκη Μάτσο, Κυριάκο Δρακόπουλο, Παύλο Γιαννάτο και Μίμη Τσαγκάρη.

Στο ίδιο δημοσίευμα του 1936, ο δημοσιογράφος Αντ. Κοσματόπουλος εξιστόρησε ένα αστείο συμβάν από τα γυρίσματα, που είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή του σεναρίου και το κόψιμο μιας ολόκληρης σκηνής:

«Μεταξύ λοιπόν των άλλων σκηνών επρόκειτο να προβληθή και ένα συμπόσιον εις το οποίον έτρωγαν ψητά αρνιά ο Ανδρούτσος με τα παλληκάρια του. Ετοιμάζοντο λοιπόν τα αρνιά. Εψήνοντο και εφορτώνοντο εις το λεωφορείον εις το οποίον εκάθητο ο καπετάν Ανδρούτσος και τα παλληκάρια του. Ο Καμινάκης με την μηχανή στον ώμο εκάθητο εις τον σωφφέρ.

Η σκηνή επρόκειτο να τραβηχθή παρά το Ασβεστοχώρι, αλλά έως να φθάσουν εκεί, τα αρνιά κατεβροχθίζοντο από τους καπετανέους.

Όταν έφθασαν εκεί εστρώθηκαν στα χορτάρια για το συμπόσιο.

- Έλα συ, μικρέ φέρε τα αρνιά.

- Ποια αρνιά;

- Μωρέ τα δυο ψημένα αρνιά που αγόρασα.

- Τώρα νάναι κι άλλα.

- Τι, τα φάγατε;

- Μη χολοσκάνεις μωρέ... Τα παλληκάρια μου τα φάγανε γιατί πεινούσανε.

Ο ατυχής Καμινάκης τραβούσε τα μαλλιά του.

- Και τώρα πώς θα πάρουμε την σκηνήν του τραπεζιού;

- Ξαναρχόμαστε αύριο κ. Καμινάκη. Μη κατσουφιάζης.

Το πράγμα αυτό επανελήφθη τετράκις, οπότε ο Καμινάκης απογοητευθείς απάλειψε από το σενάριο τη σκηνή του γεύματος.»

 

Μετά το Βόλο, η ταινία προβλήθηκε στον κινηματογράφο «Πατέ» της Θεσσαλονίκης από 5 έως 12 Φεβρουαρίου 1929 υπό τον τίτλο «Οδυσσεύς Ανδρούτσος». Η ανταπόκριση των Θεσσαλονικιών ήταν μεγάλη, αφού άλλωστε ήταν μια τοπική παραγωγή. Ωστόσο, η εμπορική επιτυχία δεν συνεπαγόταν και θετικές κριτικές στον τύπο.

Απολαυστικά ήταν δύο απολύτως ειρωνικά χρονογραφήματα, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Μακεδονία στις 08 Φεβρουαρίου 1929:

ΕΡΓΟΝ

Επήγα εις το Πατέ να παρακολουθήσω το πρώτον Μακεδονικόν κινηματογραφικόν έργον, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Μου είπαν ότι κάποιοι νέοι και κάποιες τσούπρες της πόλεώς μας είναι οι δράσται. Το πρόγραμμα που διανέμουν έξω, ομιλεί περί προσπαθείας ευγενικής και περί της ανάγκης ενισχύσεως της προσπαθείας αυτής. Επήγα λοιπόν να θαυμάσω και να ενισχύσω. Αλλ' ω ύψιστε! Τέτοιο τερατούργημα κινηματογραφίας δεν είδα ούτε εφαντάσθηκα ποτέ μου. Απορώ πώς το εδέχθη ο οίκος Πατέ. Και απορώ με την υπομονήν του κόσμου. Η ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως γε­λοιοποιείται. Η τέχνη κατακουρελιάζεται. Η ποίησις καραγκιοζοποιείται. Η φουστανέλλα γίνεται καρνάβαλος. Ο πατριωτισμός, ο έρως, τα αρχαία, τα μεγάλα ονόματα, η ιστορία, όλα μαζύ γίνονται ένα μίγμα οικτρόν, εις την θέαν του οποίου δεν ξέρει κανείς αν πρέπη να γελά, να κλαίη ή να τραβάη τα μαλλιά του. Αλλ’ είναι σας λέγουν, η πρώτη προσπάθεια. Ο Θεός να μας φυλάγη, εάν οι δράσται του πρώτου έργου, έχουν την θρασύτητα να μας παρουσιάσουν και δεύτερον.

 

ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

Είμαι βεβαιότατος ότι αν οι θρυλικοί ήρωες του 21 ήξευραν πως μετά εκατό χρόνια θα γινόνταν καραγκιόζηδες από της οθόνης του κινηματογράφου προς κοινήν θυμηδίαν των απογόνων των, ασφαλώς δεν θα τολμούσαν να ελευθερώσουν την Ελλάδα και να δόσουν εις τον κ. Καμινάκην την ευκαιρίαν και το θέμα για να τους ρεζιλέψη. Διότι είναι πραγματικό κεπαζελήκι εκείνο που έπαθε εις την ταινίαν ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, του οποίου τα ηρωικά κατορθώματα και ο τραγικός θάνατος γίνονταν τώρα κάθε βράδυ αίτια ομηρικών γέλοιων των θεατών του κινηματογράφου Πατέ...

Ενδιαφερθείς από τις διαφημίσεις που έγιναν πέριξ της τρομεράς αυτής ταινίας, εγχωρίας παραγωγής, επήγα χθες βράδυ στο Πατέ, όπως είχαν πάη τόσοι και τόσοι άλλοι συμπολίται, από τους οποίους ήταν γεμάτη η αίθουσα. Τα προγράμματα που διενέμοντο εις τους θεατάς, με χριστιανικήν μετριοφροσύνην ανήγγελον ότι ο κ. Καμινάκης «έσπειρε και άλλοι ας έλθουν να θερίσουν». Σημειωτέον ότι [τα] φεΐγ-βολάν δεν ανέφερον αν έπρεπε να θερισθή μαζύ και ο κ. Καμινάκης. Ύστερον από λίγο άρχισε η προβολή της ταινίας. Πριν σας πω το τι είδα, θεωρώ καθήκον μου να ζητήσω συγγνώμην από την σκιάν του Ανδρούτσου διά τα γέλοια που άθελα έκαμα εις βάρος του μαζύ με όλους τους άλλους θεατάς...

Μεταξύ του πλήθους των θεατών εκάθηντο οι δράσται της ταινίας Καμινάκης και οι «ηθοποιοί», δηλαδή κάτι παιδιά της Νεολαίας Τούμπας, που όπως μαθαίνω δεν το κουνούν από κει καθόλου, εναβρυνόμενοι εις την θέαν των εαυτών των επί της οθόνης... Πριν προφθάσουμε ακόμη να αντιληφθούμε καλά-καλά τι συμβαίνει, η πρώτη πράξις τελειώνει και επακολουθεί διάλειμμα διπλασίας διαρκείας απ’ αυτήν, μεθ’ ο επαναλαμβάνεται η προβολή του... έργου. Ο ατυχής Ανδρούτσος φαίνεται σαν μανάβης του Καπανιού, το δε πρωτοπαλλήκαρόν του ο Γκούρας σαν Βάρθακας. Μην τα ρωτάτε δε τι γίνεται με τους άλλους ήρωας του έργου. Είδα την μάχην της... Γραβιάς κατά την οποίαν οι νεκροί έπεφταν με πόζα και δεν εννοούσαν να κλείσουν τα μάτια τους...

Και σ’ όλα αυτά τα ανεκδιήγητα πράγματα είχαμε και το πανηγύριον των επιγραφών που μετεφράσθησαν εις την γαλλικήν. Ιδού μια: Ο στίχος του ποιήματος που λέει ότι ο ήρως δεν είχε ούτε τσιμπούκι ούτε τσαρούχι, μετεφράσθη ως εξής: Πα ντε τσιμπούκ, πα ντε τσαρούκ... Δεν μπορώ όμως να συνεχίσω, βρε παιδιά, διότι ελύθηκα στα γέλοια. Αν θέλετε πάτε κ’ εσείς ν’ απολαύσητε τα ίδια και σας βεβαιώ πως δεν θα λυπηθήτε τα χρήματά σας... Κωμωδία με τα ούλα της, μπρος την οποίαν τύφλα νάχη ο Σαρλώ και ο Χάρος Λοΰδ. Τρέξατε, τρέξατε...

Ένα σύντομο, γενικό σχόλιο για την ταινία δημοσιεύτηκε και στο γαλλικό περιοδικό Cinémagazine. Ο συνεργάτης του στη Θεσσαλονίκη περιέγραψε μια ταινία «με πολλά ελαττώματα, επειδή έγινε με αυ­τοσχέδια μέσα [και] είναι το αποτέλεσμα υπομονετικών και αξιέπαινων προσπαθειών».

Πολλά χρόνια αργότερα, ως ενδεικτικό παράδειγμα για την καλλιτεχνική αποτυχία της ταινίας αναφέρθηκε το ότι ο λόρδος Βύρωνας παριστανόταν φορώντας ρούχα σύγχρονου τουρίστα!  Αναφέρθηκε εξάλλου ότι η πρωταγωνίστρια παντρεύτηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και μάλλον διέκοψε τη συμμετοχή της, καθώς σ’ αυτόν το γάμο αποδόθηκε το τελικό αποτέλεσμα, που ήθελε το έργο «κουρεμένο και χωρίς αλληλουχία σκηνών».

Ο «Οδυσσεύς Ανδρούτσος» φαίνεται ότι προβλήθηκε και στην Αθήνα, όμως είναι άγνωστο το πότε και το πού. Τα προγράμματα των κινηματογράφων, όπως δημοσιεύονταν στις αθηναϊκές εφημερίδες, δε μας βοηθούν στο ελάχιστο. Πάντως, σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Ακρόπολις το Φεβρουάριο του 1931 γινόταν ρητή αναφορά στην ταινία ως μια από τις 18 ελληνικές που είχαν προβληθεί την προηγούμενη τριετία.

Τον Ιανουάριο του 1932 προβλήθηκε στη Δράμα (κινηματογράφος «Αστήρ») και ένα μήνα αργότερα στην Αλεξανδρούπολη («Πανελλήνιον»).

Ωστόσο αυτό που δεν κατάφεραν οι καλύτερα οργανωμένοι αδελφοί Γαζιάδη με το «Έρως και Κύματα», το κατάφερε ο Κα­μινάκης. Με τίτλο «Αι τελευταίαι ημέραι του Οδυσσέως Ανδρούτσου» και υπότιτλο «Στο χάνι της Γρα­βιάς», η ταινία προβλήθηκε στο «Mansfield Theatre» της Νέας Υόρκης στις 22 Σεπτεμβρίου 1929. Η διαφήμι­ση στους ομογενείς είχε αρκετές ανακρίβειες, κάνοντας λόγο για συμμετοχή 200 ηθοποιών της Δραματικής Σχολής Αθηνών, υποστήριζε ότι είχε προβληθεί στους κεντρικούς αθηναϊκούς κινηματο­γράφους επί ένα εξάμηνο ή ότι είχε κοστίσει 150.000 δολάρια. Παρόλ’ αυτά επιβεβαιωνόταν η μεγάλη έκταση της ταινίας, διάρκειας δυόμιση ωρών.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λεωνίδα Αθανασιάδη, η ταινία χάθηκε στο τελωνείο κατά την επιστροφή από την Αμερική, όμως το αρνητικό του φιλμ μαζί με έξι καρυοφύλλια, που είχαν χρησιμοποιηθεί στα γυρίσματα, σώζονταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στο αρχοντικό των κληρονόμων του Τσατσαπά, συνεταίρου του Καμινάκη. Από τη στιγμή που το αρχοντικό κατεδαφίστηκε, η τύχη του φιλμ και των κειμηλίων αγνοείται.

 [Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου