Η πρώτη επαφή των Αθηναίων με τον κινηματογράφο διήρκεσε
αρκετές εβδομάδες μετά την πρώτη εμφάνισή του στις 29 Νοεμβρίου 1896. Μάλιστα, μια διαφήμιση στην εφημερίδα Ακρόπολις στις
28.01.1897 ανήγγειλε την άφιξη «νέων
ωραιοτάτων εικόνων» στον Κινηματοφωτογράφο Έδισσων και καλούσε τους
κατοίκους της πρωτεύουσας να σπεύσουν «να
ίδωσι την ωραιοτάτην ταύτην εφεύρεσιν, καθ’ όσον επί ένα μόνον μήνα θα
λειτουργήση ακόμη εις Αθήνας».
Tο 1899 οι βολιώτες
αδερφοί Ψυχούλη εγκατέστησαν μηχανή
προβολής ταινιών στο χειμερινό θέατρο «Βαριετέ» (αργότερα «Κυβέλης») και ο
κινηματογράφος έγινε σταδιακά αγαπημένη συνήθεια των Αθηναίων. Οι προβολές
ξεκίνησαν τουλάχιστον από το Σάββατο 6 Μαρτίου, όταν άρχισαν και οι παραστάσεις
των «νευροσπάστων» (κοινώς μαριονέτες, δηλαδή κουκλοθέατρο για μικρούς και
μεγάλους), που αποτελούσαν δημοφιλές δημόσιο θέαμα της εποχής. Όσον αφορά το
θέαμα το επιδεικνυόμενο επί της μεγάλης οθόνης, οι θεατές μπορούσαν να
παρακολουθήσουν: την παρέλαση ενός συντάγματος, τον πειρασμό του αγίου
Αντωνίου, μια ποικιλόχρωμη μπαλαρίνα, ένα μάγο, μια οδό του Παρισιού, θαλάσσια
λουτρά, μια σκηνή με τίτλο «το φίλημα», ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η επί
μισή ώρα παράσταση του καταρράκτη του Νιαγάρα.
Άλλες σκηνές, που
περιλαμβάνονταν εξ αρχής στο πρόγραμμα ή προστέθηκαν στην πορεία, ήταν η
επίδειξη ισπανικών ταυρομαχιών, μια ναυμαχία από τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο,
λεμβοδρομίες, παγοδρομίες, η κηδεία του Ουίλιαμ Γλάδστων κλπ., το δε φθινόπωρο
του 1899 τις εντυπώσεις έκλεψε η ναυμαχία του Σαντιάγο.
Στις 27 Απριλίου
1900 ξεκίνησε στο θέατρο «Τσόχα» η προβολή κινηματογραφικών σκηνών, αρχικά με
εικόνες από τη δίκη του Ντρέιφους, από τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο, από τον
Τράνσαβααλ, από τη Σαχάρα κλπ. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το
φθινόπωρο του 1900 οι εφημερίδες έγραφαν για πρωτοφανή αριθμό εκατοντάδων
–μέχρι και άνω των 400!– τζαμπατζήδων, που έμπαιναν αθόρυβα στην αίθουσα μόλις
έσβηναν τα φώτα!
Το καλοκαίρι του
1905, η παράλληλη λειτουργία δύο κινηματογράφων στην πλατεία Συντάγματος, όπως
και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας, οδήγησε το χρονογράφο του Σκριπ στη
διαπίστωση ότι «Ο κινηματογράφος ενεγράφη
δημότης Αθηναίος». Και εξηγούσε πού ο ίδιος απέδιδε την επιτυχία του:
«Είναι
κάτι τι η εκλαΐκευσις ενός τέτοιου θεάματος, είνε κοινωνική δωρεά. Ο
φουστανελλάς και ο Αθηναίος ημπορούν να σταθούν εξίσου χαζοί, εξίσου έκθαμβοι,
ενώπιον αυτού του μακαρίου δώρου, το οποίον μας έδωσε το ανθρώπινον πνεύμα. Ένα
θέαμα, το οποίον έχει την τελειότητα μέσα του υπέρ όλα τα άλλα –την ζωήν, την
κίνησιν, την φύσιν, άρα την τέχνην, άρα το παν– ένα θέαμα που σε κάμνει να
βλέπης τον άνθρωπον, τον εαυτόν σου, ο μέγας αυτός κατοπτρισμός κοινωνιών,
πόλεων, εθνών, είνε δώρον εις κάθε κοινωνίαν. Παρατηρήσατε το κοινόν του
κινηματογράφου εις ποίας στιγμάς συγκινείται. Δεν το συγκινούν τα σύνολα, δεν
το φαιδρύνουν τα μεγάλα θεάματα τα προβαλλόμενα εις το φωτισμένον πανί, όσον το
συγκινούν κάτι μικραί λεπτομέρειαι, εις τας οποίας βλέπει τον αιώνιον άνθρωπον
ζώντα [...]».
Ένα εξαιρετικό
χρονογράφημα για την ανθρωπογεωγραφία και τις αντιδράσεις των θεατών του
κινηματογράφου, δημοσίευσε η εφημερίδα Νέον Άστυ στις 29.06.1907 με την
υπογραφή του Γρηγορίου Ξενόπουλου:
«Κάθε
βράδυ, ένας καλός κινηματογράφος, -ημπορούσε να ήτο και κακός,- συναθροίζει
κόσμον και κοσμάκην εις το Ζάππειον.
Ο κόσμος γεμίζει τα καθίσματα του καφενείου, τ’ απλωμένα παντού, και από
το ένα μέρος και από το άλλο, διότι ο κινηματογράφος, ως ο παλαιός Ιανός, έχει
την ιδιότητα να είνε διπρόσωπος. Ο κοσμάκης πάλιν καταλαμβάνει ό,τι κάθισμα
εύρη αδέσποτον και ασύδοτον, ύψωμα γης, δένδρον, πάγκον, σκαλί, πάντοτε εντός
της ακτίνος των θαυμασίων. Κ’ επειδή τα προνομιούχα αυτά καθίσματα είνε ολίγα,
οι περισσότεροι στέκονται όρθιοι και αποτελούν ένα τείχος, εις πολλά μέρη
αδιαπέραστον, τριγύρω εις τους καθημένους.
Και είνε οι θεαταί αυτοί, οι πολυπληθέστεροι από όλων μαζή των υπαιθρίων
θεάτρων τ’ ακροατήρια και ικανοί ναποτελέσουν διαδήλωσιν, διά την οποίαν θα ήτο
ευτυχής οιοσδήποτε υποψήφιος, -άνθρωποι πάσης ηλικίας και τάξεως και συνοικίας.
Δίπλα εις ένα μικρόν μαθητήν της Νεαπόλεως, στέκεται ένας παππάς από του Ψυρρή·
και μία παραμάννα με το βρέφος της, από το Κολωνάκι, κάθηται κοντά εις ένα
γηραιόν νοικοκύρην από τα Παντρεμμενάδικα. Όλη η Αθήνα ευρίσκεται εκεί επί ποδός,
ή επί καρέκλας, τριγύρω εις το λευκόν σεντόνι, το οποίον υψούται τεντωμένον,
προκλητικόν και μυστηριώδες.
Έξαφνα τα ηλεκτρικά σβύνουν. Ααααα!.. Μέσα εις το σκοτάδι που απλώνεται,
λάμπουν τα ερυθροπυρωμένα κάρβουνα των λαμπτήρων. Το πλήθος μαυρολογά, τρέχει,
πλησιάζει, συνωστίζεται, συμπυκνούται με κραυγάς εκπλήξεως, χαράς, προσδοκίας.
Εις το λευκόν σεντόνι, σχηματίζεται ο φωτεινός κύκλος, ο υποσχόμενος την
μεγάλην απόλαυσιν. Έπειτα μία στιγμιαία επιγραφή με κόκκινα γράμματα, που ο
κοσμάκης δεν ειξεύρει να διαβάση.. Και το θέαμα αρχίζει.
Το όρθιον πλήθος ανοίγει μάτι και στόματα εις έκστασιν. Τι είνε αυτό που
βλέπω; Αλλά μεταξύ των θεατών υπάρχουν συχνότατοι οι τακτικοί θαμώνες, εκείνοι
που ξεύρουν τας παραστάσεις του κινηματογράφου απέξω. Και γίνονται προθύμως οι
ερμηνευταί, οι εξηγηταί. Με το ένστικον του ανθρώπου, ο οποίος θέλει να κάμη
και τους άλλους να ιδούν το καλόν που είδε, -ένα ένστικτον το οποίον είνε και η
πρώτη αρχή της... Κριτικής!- οι εξηγηταί αυτοί προλέγουν και υπόσχονται:
- Α! αυτό είνε ωραίο!... Τώρα θα ιδής… Θα γελάσης πολύ.
Και πάλιν, διά τον ίδιον λόγον, -διότι όπως αγαπά κανείς εξ ενστίκτου να
διαδίδη το καλόν, ούτω θέλει πάντοτε και να πολεμή το κακόν, εξ ου αι δύο όψεις
της... Κριτικής,- ο εξηγητής συνοφρυούται όπως ο κ. Άγγελος Βλάχος:
- Ουφ! αυτό είνε σαχλό!... Καλλίτερα να μην το ιδής.
Αλλ’ εις τας ωραιοτέρας ταινίας αι εξηγήσεις δίδονται αλλεπάλληλοι, με
ηδονήν και μ’ ενθουσιασμόν:
- Να, να θα την σκοτώση... Είδες;... Αυτός που μπήκε τώρα είνε ο
αγαπητικός της... Θα πηδήση από το παράθυρο... Τον κυνηγούνε... Θα τον
φθάσουν... Να!... αχ!
Το αχ αυτό, εις κάθε κρίσιμον στιγμήν, αναδίδεται από χίλια αγωνιώδη στήθη
συγχρόνως. Και αντηχεί ως στεναγμός ενός Τέρατος. Και πάλιν, όταν η σκηνή είνε
κωμική, εις το κρίσιμον σημείον, ένας γέλως βροντώδης αναδίδεται από όλον το
πλήθος. Η ηδονική προσοχή είνε ζωγραφισμένη εις όλα τα πρόσωπα και τα
προσωπάκια. Και τα σχόλια, από τ’ αφελή και απρόοπτα των μικρών, έως τα σαχλά
και κάποτε έξυπνα των μεγάλων, μαρτυρούν το ζωηρότερον ενδιαφέρον. Πουθενά ο
λαός, στοχάζομαι, δεν απολαμβάνει περισσότερον παρά ενώπιον ενός καλού
Κινηματογράφου, ο οποίος ημπορούσε επίσης να ήτο και κακός. Και το θέαμα αυτό,
ολόγυρα, είνε πολύ πλέον ενδιαφέρον και διασκεδαστικόν, από τας ωραιοτέρας
κινουμένας εικόνας που προβάλλονται εις το λευκόν σεντόνι.
Αλλά πρέπει κανείς να παρατηρή και τους ορθίους, όχι τους καθημένους εις
το καφενείον. Αυτοί ως επί το πλείστον είνε αδιάφοροι. Ήλθον διά να ιδούν,
ανέτως και αξιοπρεπώς, ένα θέαμα, το οποίον δεν τους κάμνει βέβαια και τόσην
εντύπωσιν. Και θα επροτιμούσαν κάθε άλλο. Οι όρθιοι όμως είνε τόσον ευτυχείς,
τόσον μακάριοι, ώστε συλλογίζεται κανείς ότι οι καθήμενοι εις το καφενείον και
πληρώνοντες ποτά υπερτιμημένα, διά να βγαίνουν τα έξοδα του κινηματογράφου και
ο φόρος του κ. Κωστοπούλου, είνε αληθινοί ευεργέται του πτωχού αυτού λαού, που
κάθε βράδυ απολαμβάνει χάρισμα ένα θέαμα, το οποίον, χωρίς εκείνους, θα ήτο
αδύνατον».
Το 1907, πρόχειροι
κινηματογράφοι υπήρχαν σε διάφορες γωνιές της πρωτεύουσας, ενώ εξαιρετικά
δημοφιλής ήταν ένας παρακείμενος του κτιρίου της Βουλής, τον οποίο φαίνεται ότι
τιμούσαν συχνά οι «πατέρες του έθνους» δίνοντας στις εφημερίδες αφορμή για καυστικά
σχόλια.
Την ίδια χρονιά, οι
ηθοποιοί απείλησαν να κατεβούν σε τριήμερη απεργία, ενώ διοργάνωσαν συλλαλητήριο
διαμαρτυρίας, θορυβημένοι από την αραίωση του κοινού στις θεατρικές πλατείες.
Στις 16 Μαΐου 1907, μια πολυπληθής ομάδα ηθοποιών με επικεφαλής το θεατρικό
συγγραφέα Ν. Λάσκαρη, που κατά σύμπτωση επτά χρόνια αργότερα θα γινόταν ο
πρώτος πρωταγωνιστής ελληνικής ταινίας μυθοπλασίας, επισκέφθηκαν τον πρόεδρο
της Βουλής και του κατέθεσαν υπόμνημα ζητώντας ακόμη και την απαγόρευση
λειτουργίας των κινηματογράφων!
Το 1907
σημειώθηκαν και τα πρώτα κινηματογραφικά μαξιλαρώματα, ενδεικτικά της έντονης σχέσης
που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του κοινού και του σινεμά. Την εποχή εκείνη, όταν οι
θεατές μιας θεατρικής παράστασης δεν έμεναν ικανοποιημένοι από τα κείμενα ή τις
ερμηνείες των ηθοποιών, πετούσαν στο σανίδι τα μαξιλάρια των καθισμάτων τους. Κάτι
αντίστοιχο συνέβη στο «Βαριετέ» το Μάιο του 1907, όταν αναγγέλθηκαν κινηματογραφικές
προβολές «απαγορευμένης της εισόδου εις τας δεσποινίδας και τα παιδία»
στη 1 τα ξημερώματα. Ο νους των περισσοτέρων πήγε σε κάποιο απαγορευμένο θέαμα,
όμως οι ταινίες δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν ακριβώς οι ίδιες της
απογευματινής προβολής και πολλοί θεατές εκτόνωσαν την οργή τους πετώντας μαξιλάρια!
Το Νοέμβριο του
1911, στην Αθήνα λειτουργούσαν εφτά κινηματογράφοι: «Βασιλικόν», «Δημοτικόν»,
«Αττικόν», πρώην «Γκαιτέ», «Πολυθέαμα», «Πανελλήνιον», «Κυβέλης». Ο μεγάλος ανταγωνισμός
οδήγησε και σε διαφημιστικές υπερβολές. Έτσι, στις αρχές της ίδιας χρονιάς το
«Πανελλήνιον» διαφήμιζε «ομιλούντα» κινηματογράφο, υπονοώντας ταινίες με
εικόνες «τόσω καθαραί, ώστε... μιλούν»! Ωστόσο ελάχιστες αίθουσες πληρούσαν
τις στοιχειώδεις, πλην όμως απαραίτητες υγειονομικές προδιαγραφές.
Το ενδιαφέρον των
θεατών δεν μειωνόταν ούτε από την έλλειψη ελληνικών υποτίτλων, αν και η λύση βρέθηκε
με μετάφραση των ξένων κειμένων από τα παρασκήνια. Εισηγητής αυτής της
πρακτικής – άγνωστο πότε – ήταν ο ταχυδακτυλουργός Καρύδης, ο οποίος εμπλούτιζε
τις παραστάσεις του με κινηματογραφικές προβολές εξηγώντας κάθε τόσο στο κοινό
σε... άπταιστη καθαρεύουσα: «Παιδίον παίζον εις την ακρογιαλέαν με τον
πατήρ του», «Άγγλος ευπατρίδης απολέσας την σύζυξ κατά το ταξείδιον»,
«Ωραία θυγάτηρ κατοπτριζομένη εις τον αιγιαλόν» κλπ!
Υπήρχε όμως
εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή; Μέχρι το 1906, φαίνεται ότι αυτή περιοριζόταν
σε «φωτεινές προβολές εικόνων» επί της οθόνης με προτζέκτορες. Ενδεικτικά μια
τέτοια προβολή πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1904 σε εσπερίδα του
Συνδέσμου Συντακτών Τύπου στην αίθουσα του Παρνασσού. Ειδικότερα, στο δεύτερο
μέρος της εκδήλωσης προβλήθηκαν εικόνες που παρίσταναν την εξέλιξη του Τύπου
από το Γουτεμβέργιο και τα πρώτα πιεστήρια μέχρι τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα
(της εποχής) μαζί με εικόνες των αποθανόντων πρώτων Ελλήνων δημοσιογράφων (Φιλήμονας,
Λεβίδης, Βρατσάνος, Κορομηλάς, Καμπούρογλου, Τριανταφυλλίδης και Ρούκης), καθώς
επίσης πρωτότυπες γελοιογραφίες εν ενεργεία δημοσιογράφων, των διευθυντών τους
και ορισμένων συντακτών και καλλιτεχνών, σχεδιασμένες από τους Θέμο Άννινο, Γ.
Ροϊλό και Φρίξο Αριστέα.
Η επεξεργασία των
κινηματογραφικών πλακών, που επέτρεψε την προβολή των εικόνων, είχε γίνει από
το χημικό φωτογράφο Σπ. Κοκόλη. Χάρη σ’ αυτόν, εξάλλου, θα προβάλλονταν και οι
πρώτες «διά κινηματογράφου ρεκλάμες» κατά το ίδιο σύστημα της εναλλαγής
στατικών εικόνων, όταν τον Ιούνιο του 1904 κάποιος επιχειρηματίας εγκατέστησε
κινηματογράφο στην ταράτσα σπιτιού επί της πλατείας Συντάγματος, παραπλεύρως
του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Προβάλλονταν ξένα ζουρνάλ (π.χ. εικόνες του
ρωσοϊαπωνικού πολέμου, η ναυμαχία του Πορτ-Άρθουρ κλπ.), ενώ ενδιάμεσα
παρεμβάλλονταν διαφημίσεις καταστημάτων της πρωτεύουσας.
Οι αντιδράσεις των
θεατών στις κινηματογραφικές διαφημίσεις αποτυπώθηκαν με απολαυστικό τρόπο σ’
ένα χρονογράφημα του Μπάμπη Άνινου (με το ψευδώνυμο «Ηρώδης ο Αττικός») σε μια
ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης, τον Ταχυδρόμο, τον Ιούλιο του 1905:
«[...]
Μεταξύ των διαφόρων προβολών παρεμβάλλεται μακρά σειρά αγγελιών και διαφημίσεων αρωμάτων, υποδημάτων, επίπλων,
δελταρίων, κεντημάτων και –ω Θεέ μου!– κοιλεπιδέσμων! Οι μικροί μόρτηδες
συλλαβίζουν μεγαλοφώνως τα φωτεινά παχαία γράμματα εκάστης αγγελίας, ήτις
χρησιμεύει τοιουτοτρόπως και ως εσπερινόν μάθημα αναγνώσεως. Ιδίως όμως εις το
θορυβώδες ακροατήριον προξενεί εντύπωσιν μία διαφήμισις καπνοπωλείου,
συντεταγμένη κατά το εν χρήσει σύστημα των διακεκομμένων διαλογικών φράσεων,
αίτινες χαράσσονται διαδοχικώς επί της οθόνης. Και ο κινηματογράφος ως να ήτο η
μέθοδος του Ολλενδόρφου, ερωτά: Σας πονεί ο λαιμός; - Έχετε βήχα; - Θέλετε να
θεραπευθήτε; - Και μετά τούτο εις την οθόνην διαγράφεται εν Ε πελώριον με εν
γιγάντιον ερωτηματικόν Ε; Τότε δε πάσα η αναμένουσα ακριβώς αυτό το ερώτημα
ομήγυρις απαντά εις αυτό με εν ουρανόμηκες ε ε ε ε, το οποίον επί τινα
δευτερόλεπτα δεσπόζει όλων των λοιπών ήχων της πλατείας και μετ’ αυτήν την
εσχάτην απόλαυσιν άρχεται η διάλυσις. Ούτω διασκεδάζουν οι ευδαίμονες Αθηναίοι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου