Τον Ιούλιο του
1947 ο Νίκος Τσιφόρος παρέδωσε το σενάριο της ταινίας, που βασιζόταν σ’ ένα μάλλον
άπαιχτο θεατρικό έργο του 1939-40, στην εταιρία παραγωγής «Μερ-Φιλμ» του Οδυσσέα
Μεραβίδη και η έναρξη των γυρισμάτων προσδιορίστηκε για το πρώτο δεκαπενθήμερο
του Αυγούστου. Αυτά είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το πρώτο δεκαπενθήμερο του
Δεκεμβρίου, ενώ στα μέσα Ιανουαρίου 1948 ολοκληρώθηκε η φωνοληψία, που έγινε
χωριστά.
Η ιστορία με πολύ
λίγα λόγια:
Η άφιξη της Παγώνας ή Πέγκι από την Αυστραλία για να εισπράξει μια κληρονομιά 100.000 λιρών αποτελεί την αφορμή για μια σειρά κωμικών μπερδεμάτων από όσους την φλέρταραν με σκοπό να την παντρευτούν για να βάλουν χέρι στην κληρονομιά. Ένα ψευτοτηλεγράφημα, που ισχυριζόταν ότι η τράπεζα είχε χρεωκοπήσει και δεν υπήρχαν χρήματα προς είσπραξη, θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους και θ’ αποκαλύψει ποιος ήταν πραγματικά ερωτευμένος μαζί της.
Πρωταγωνιστές:
Μίμης Φωτόπουλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Καίτη Πάνου, Αλέκος Λειβαδίτης, Γιώργος
Δαμασιώτης, Τζένη Σταυροπούλου, Γιάννης Ιωαννίδης, Ανδρέας Μιτάκης και Σούλα
Εμμανουήλ.
Σε μικρότερους
ρόλους εμφανίστηκαν οι Τάντα Βάλιτς, Κατερίνα Ζάχου, Κατ. Ρουμελιώτου, Μαριάννα
Άννινου, Καίτη Κόκκινου, Ρουλ. Μαυρομιχάλη, Χριστίνα Φιντικάκη, Σούζη Καλπίδου,
Γεώρ. Δελένδρας, Κώστας Στράτζαλης, Αντώνης Ρόκκος, Β. Γουναρόπουλος, Γιάν.
Κρανιωτάκης, Θεόδωρος Σαρρής, Σάββας Καϊλατζής, Ιωάννης Ντουνιάς, Κώστας Γιώτης
και ο Φίλιος Φιλιππίδης (ο γνωστός και ως «Αγκόπ»).
Τραγούδησαν ο Roche Carbajo και το Trio Amicos, αποτελούμενο από
τους Α. Παυλάκη, Δ. Κρεζιά και Κ. Τρυφωνόπουλο.
Λοιποί συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Αλέκος Λειβαδίτης
Μουσική – Διεύθυνση ορχήστρας: Μεν.
Θεοφανίδης
Οπερατέρ: Πρόδρομος Μεραβίδης
Βοηθός οπερατέρ: Στ. Τσίπας
Φωνοληψία: «Μέγα Φιλμ» και Γιώργος Κριάδης
Φωνολήπτης: Α. Χατζησταματίου
Μοντάζ: Πρόδρομος Μεραβίδης, Γεώργιος
Τσαούλης
Μακιγιάζ: Αλέκος Λειβαδίτης, Νικ. Βαρβέρης
Ντεκόρ: Σίμη
Μακέττες: Βασίλης Ασημάκης
Κομμώσεις: Γ. Καρακατσάνης, Antovan
Φροντιστής: Κώστας Σπέντζος
Ηλεκτρολόγος: Μίμης Τριμπάλης
Ηλεκτρομηχανικές εγκαταστάσεις: Παν. Νικολάου
Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΟ
ΣΕΝΑΡΙΟ
Ποιος όμως έγραψε
το σενάριο; Διαμάχη ξέσπασε ανάμεσα στο Νίκο Τσιφόρο και τον Ορέστη Λάσκο, ο
οποίος ισχυριζόταν ότι είχε συμμετάσχει στη συγγραφή του σεναρίου, κατέφυγε
μάλιστα στο συμβούλιο της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων διεκδικώντας τα νόμιμα
ποσοστά του επί του έργου.
Οι δύο συγγραφείς
και έως τότε φίλοι αντιπαρατέθηκαν μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων με
ανταλλαγή επιστολών. Σύμφωνα με το Ν. Τσιφόρο (επιστολή δημοσιευθείσα στο Έθνος
στις 11.02.1948), ο Ορέστης Λάσκος «ουδέν
καν κόμμα έθεσεν επί του έργου, θεατρικού ή κινηματογραφικού. Απλώς επειδή τούτο
εγράφη το 1939 [...] εποχήν καθ’ ην ήμην τελείως άγνωστος ως συγγραφεύς,
ανέλαβε να το πλασάρη, και μου εζήτησε να συμμετάσχη εις τα ποσοστά και το
όνομα, πράγμα το οποίον εδέχθην τότε, ως θα έκαμεν κάθε άγνωστος συγγραφεύς».
Παράλληλα ο Τσιφόρος διεκδικούσε τα πλήρη συγγραφικά δικαιώματα επί του
σεναρίου της ταινίας «Ραγισμένες καρδιές».
Σε απάντηση του
στην ίδια εφημερίδα δυο μέρες αργότερα, ο Ο. Λάσκος υποστήριζε ότι «το θεατρικόν έργον “100.000 λίρες” εγράφη εν
συνεργασία το 1939 εις το δωμάτιόν μου της οδού Ηπείρου 9. Παραδέχομαι
απολύτως, ότι το έργον εγράφετο διά “χειρός” Τσιφόρου, αλλά... υπάρχει ένα
μεγάλο “αλλά”... Εγράφετο, κατόπιν συζητήσεων πολλών παρ’ αμφοτέρων των
συνεργατών, ως προς την πορείαν της υποθέσεως, την διαγραφήν των τύπων και
γενικά ως προς την τεχνικήν διάρθρωσιν του έργου. Αν αυτό δεν λέγεται
συνεργασία, τότε θα έπρεπε οι γραμματείς των Αμερικανών συγγραφέων [...],
επειδή γράφουν αυτοί τα έργα με την χείρα των, να ήσαν και οι συγγραφείς των
έργων». Όσον αφορά την αμφισβήτηση της αποκλειστικής πατρότητάς του επί του
σεναρίου των «Ραγισμένων Καρδιών», ο Ορέστης Λάσκος απάντησε: «Είνε κοινόν μυστικόν εις τον
κινηματογραφικόν κόσμον, ότι το σενάριο “Ραγισμένες καρδιές” είνε αυτούσιο το
παλιό μου σενάριο “Μακρυά απ’ τον κόσμο” με ωρισμένες παραλλαγές, που κι αυτές
έγιναν κατόπιν αυστηρών υποδείξεών μου. Ο δε κ. Τσιφόρος έκαμεν απλώς την
κινηματογραφική επεξεργασία και τους τίτλους της ταινίας, οι οποίοι ειρήσθω εν
παρόδω δεν ήσαν και καλοί».
Και η...
ανταπάντηση του Νίκου Τσιφόρου: «Το έργο,
λέει ο κ. Λάσκος, γράφτηκε στο επί της οδού Ηπείρου 9 δωμάτιό του. Το έργο
γράφτηκε στο δικηγορικό γραφείο του κ. Γ. Ξηρού (τότε επί της οδού
Θεμιστοκλέους) ο οποίος θα ενθυμήται πολύ καλά τα πράγματα. [...] Είνε και κάτι
άλλο. Όταν το έργο γυριζόταν, ο κ. Λάσκος παρηκολούθησε σιωπηλός θεατής 2-3
γυρίσματα. Και επειδή ο κ. Λάσκος είνε παλαιός κινηματογραφιστής και συνδέεται
με τον κύκλο, θα μπορούσε, αφού ήξερε το έργο να τους δηλώση ότι είνε και ο
ίδιος... συνένοχός μου. Γιατί το απέφυγε; Περίμενε πρώτα να γίνη επιτυχία, όπως
και έγινε, για να ενοχληθή στα συγγραφικά του συμφέροντα; Ή δεν ήξερε το θέμα ο
ίδιος ο... συγγραφεύς του; (Μάρτυρες υπάρχουν σ’ αυτό τουλάχιστον 30, ότι ο κ.
Λάσκος ήρθε σαν θεατής). [...]».
Το θέμα απασχόλησε το συμβούλιο της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων στις 18.02.1948, όπου δόθηκε μια σολομώντεια λύση. Αναγνωρίστηκε μεν ότι το έργο είχε γραφτεί κατόπιν συνεργασίας των δύο, ωστόσο αποφασίστηκε τα μεν ποσοστά της κινηματογραφικής ταινίας να τα εισπράττει εξ ολοκλήρου ο Τσιφόρος, τα δε ποσοστά του θεατρικού έργου εξ ολοκλήρου ο Λάσκος! Την πρόταση αποδέχτηκαν οι δύο διαμαχόμενοι με επιστολή τους στην Εταιρία.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ
Οι προβολές ξεκίνησαν στις 9 Φεβρουαρίου 1948 σε τρεις κινηματογράφους της Αθήνας: «Κρόνος», «Πάνθεον» και «Απόλλων».
Την πρώτη μέρα
προβολή της, η ταινία έκοψε αθροιστικά 8.465 εισιτήρια (εκ των οποίων 4.170
στον «Κρόνο», 3.000 στο «Πάνθεον» και 1.295 στον «Απόλλωνα»). Συνολικά την
πρώτη εβδομάδα τις «100.000 λίρες» φέρονται να παρακολούθησαν 42.227 θεατές
(20.110 στον «Κρόνο», 14.429 στο «Πάνθεον» και 7.688 στον «Απόλλωνα») –κατά
πολύ λιγότεροι από τους 87.463 θεατές που έκοψαν εισιτήριο για να
παρακολουθήσουν τους «Γερμανούς ξανάρχονται» πέντε εβδομάδες νωρίτερα σε δύο
αίθουσες, αλλά βέβαια σε αίθουσες διαφορετικής χωρητικότητας, παράμετρος όχι
ευκαταφρόνητης σημασίας.
Η προβολή της
ταινίας συνεχίστηκε στον «Απόλλωνα» για δεύτερη εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της
οποίας κόπηκαν 6.283 εισιτήρια, ώστε αθροιστικά τις «100.000 λίρες»
παρακολούθησαν στην Αθήνα σε πρώτη προβολή 48.510 θεατές. Αυτά δηλαδή τα
νούμερα προκύπτουν σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευε κάθε εβδομάδα η
εφημερίδα Έθνος, καθώς στον επίσημο απολογισμό της κινηματογραφικής σεζόν
1947-48, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία στις 19.08.1948, οι
«100.000 λίρες» έκοψαν 47.935 εισιτήρια και ήταν η 26η εμπορικότερη ταινία της
σεζόν (στους αθηναϊκούς κινηματογράφους α΄ προβολής).
Στην πόλη της
Θεσσαλονίκης οι προβολές ξεκίνησαν την 1η Μαρτίου 1948 στο «Αλκαζάρ».
Στις 2 Μαΐου 1948 ξεκίνησαν οι προβολές στο Ηράκλειο Κρήτης στον κινηματογράφο «Ηλέκτρα».
Πολλά χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1956 και πιο συγκεκριμένα από τις 6 Μαΐου (Κυριακή του Πάσχα), η ταινία προβλήθηκε υπό νέο τίτλο («Γαμπροί με δόσεις») από τον κινηματογράφο «Έλλη» της πρωτεύουσας.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Για μια ταινία που
«υστερεί καταφανώς εις την φωνοληψίαν και
εν μέρει εις την σκηνοθεσίαν» έγραψε ο καλλιτεχνικός συντάκτης της
Βραδυνής, ο οποίος ξεχώρισε τις ερμηνείες του Ντίνου Ηλιόπουλου («που παίζει φυσικώτατα») και της Καίτης
Πάνου.
Δεν εντυπωσιάστηκε
από την ταινία ο Αχιλλέας Μαμάκης, ο οποίος έγραφε μεταξύ άλλων στο Έθνος:
«[...] Δεν έχουμε –δεν μπορούμε να έχουμε– απαιτήσεις να ιδούμε εγχώριες ταινίες εφάμιλλες των ξένων. Δικαιούμεθα όμως ν’ αξιώσουμε κάθε νέα που “γυρίζεται” να είνε όμοια, εάν όχι καλύτερη, με την προηγούμενη “καλή” ελληνική. Οι “Εκατό χιλιάδες λίρες” όμως δεν παρουσιάζουν δυστυχώς τέτοιο στοιχείο ενεργητικού. Δεν είνε βέβαια τραγική αποτυχία, δεν μοιάζουνε με τα “Παιδιά της Αθήνας”, δείχνουν φιλότιμη διάθεσι για κάτι το φροντισμένο, αλλά δεν συγκρίνονται εν τούτοις με την ταινία του Σακελλάριου και του Λογοθετίδη, όσο και εάν εκείνη ήταν φιλμαρισμένο θέατρο. Εδώ το σενάριο έχει ίσως πιο κινηματογραφική υφή. Ο κ. Ν. Τσιφόρος έπλασεν έναν απλό, αλλά διασκεδαστικό στο ξεκίνημά του μύθο. Αλλά όταν πια η πλοκή παίρνει τον δρόμο της, από το σημείο που στήνεται το “ερωτικό” δόκανο για ν’ αποκτηθή η περιουσία της πλούσιας ανεψιάς από την Αυστραλία, όλη η ιστορία γίνεται ασήμαντη και κοινή, σε βαθμό που και ο πιο αφελής θεατής μαντεύει ως η δήθεν χρεωκοπία της Τραπέζης και το χάσιμο των εκατό χιλιάδων λιρών είνε τέχνασμα της νέας. Αλλά δεν είνε το απλοϊκό και αφελές σενάριο το βασικό μειονέκτημα –γιατί, επί τέλους, έχει καμμιά φορά ο διάλογος ωρισμένους σπινθηρισμούς και μικροευρήματα του Τσιφόρου, που αποζημιώνει (αφήστε πια που ο κόσμος επειδή ακούει να μιλούν ελληνικά γελάει και με το... θλιβερώτερο ακόμη αστείο ή και μια απλώς ηχηρά ειπωμένη λέξι...). Ό,τι κάνει την καινούργια ελληνική ταινία να μην αποτελή βήμα προόδου, είνε ιδίως το τεχνικό μέρος και ο γενικός τρόπος της αποδόσεώς της. Η φωτογραφία, με εξαίρεσι ελαχίστων σκηνών, δεν είνε διόλου περίφημη. Στα εσωτερικά και μάλιστα στις λήψεις πολλών προσώπων αποβαίνει ασυζητητί κακή. Υπάρχει μια θολάδα και ένας πολύ γκρίζος τόνος, που φυσικά δεν αποτελούν προτερήματα. Η φωνοληψία επίσης δεν είνε, ως επί το πλείστον, επιτυχημένη. Ας αφήσουμε που οι ηθοποιοί μιλούν μ’ ένα πολύ αργό τόνο –αντίθετο με την ζωηρότητα και την σβελτάδα που αξιοί η τεχνική της κωμωδίας– η φωνή ελαχίστων προσώπων αποδίδεται ικανοποιητικά. Όλοι σχεδόν οι εκτελεσταί εμφανίζονται με ελαττώματα αρθρώσεως».
Σχολιάζοντας τις
ερμηνείες, ο Αχ. Μαμάκης στάθηκε ιδιαίτερα αυστηρός με τον πρωταγωνιστή, Αλέκος
Λειβαδίτη, ο οποίος «έχει αξιόλογη κωμική
γραμμή, φαντάζομαι όμως πως και ο ίδιος θ’ αναγνωρίζη ότι από την φυσική του
ιδιοσυστασία δεν μπορεί να πείση ως “γόης” κινηματογραφικού ειδυλλίου». Η
Κ. Πάνου «αν και δεν κατώρθωσεν ακόμη να
κατανικήση κάποια ψυχρότητα στο “παίξιμό της” και την σχετική παγερότητα που
είνε αποτυπωμένη στην έκφρασί της, γίνεται συμπαθητική στον θεατή, γιατί έχει
νεανική δροσιά, χαριτωμένη συνολικά εμφάνισι και παρουσιάζει και τα πρώτα
στοιχεία ελαφράς εξελίξεως». «Αξιοπρόσεκτο»
βρήκε ο Αχ. Μαμάκης το Μίμη Φωτόπουλο, ενώ εντυπωσιάστηκε από τον Ντίνο
Ηλιόπουλο, ο οποίος ήταν «πιο καλός από
όλους, πιο “κινηματογραφικός”, πιο προσαρμοσμένος τύπος στην τεχνική της
οθόνης. Ο νέος αυτός ηθοποιός σημειώνει σ’ όλες τις καλλιτεχνικές του επιδόσεις
επιτυχία ζηλευτή και εξελίσσεται λαμπρά και γοργά».
Επισήμανε, τέλος,
κι ένα εξόφθαλμο σκηνοθετικό λάθος –όχι ασυνήθιστο για την ελληνική
κινηματογραφική παραγωγή της εποχής: Στην τελευταία σκηνή του έργου, η Καίτη
Πάνου τους βρίσκει όλους συγκεντρωμένους στο σπίτι του θείου της και τους
αποκαλύπτει ότι ήταν πάντοτε πλούσια. Ο Λειβαδίτης φεύγει απογοητευμένος και
εκείνη τον ακολουθεί τρέχοντας, τα ξαναβρίσκουν και μαζί γυρνούν στο σπίτι όπου
αυτήν τη φορά το μαλλί της Καίτης Πάνου έχει τελείως διαφορετικό χτένισμα!
Σύμφωνα με την
κριτική του Μάριου Πλωρίτη στην εφημερίδα Ελευθερία, η ταινία δεν ήταν τίποτε
άλλο «παρά λόγια-λόγια-λόγια, τάχατε
“έξυπνα”, στην πραγματικότητα όμως όσο γίνεται άνοστα, γύρω σε μιαν ολότελα
φαρσοειδή υπόθεση μπλεγμένη με τον πιο πρόχειρο και κοινότυπο τρόπο». Και
συνέχισε στο ίδιο αυστηρό μοτίβο: «Το
μόνο, ωστόσο, που με κάνει κι απορώ είναι το ότι ο κ. Μεραβίδης, ο καλύτερος
ίσως οπερατέρ μας, έδωσε αυτές τις θαμπές κι ερασιτεχνικές φωτογραφίες
“εσωτερικών” κι εκείνες τις εξεζητημένες “γωνίες” φωτογράφησης. Η προηγούμενη
πολιτεία του μας έδινε το δικαίωμα να περιμένουμε περισσότερα απ’ αυτόν. Μέσα
στη θλιβερή, τέλος, ηθοποιία ξεχωρίζει η κωμική ιδιοφυία του κ. Ηλιόπουλου και
κάποια “επί το θερμότερον” βελτίωση της δ. Κ. Πάνου, που έφτασε όμως στην άλλη
όχθη: στις υπερβολές της οιονεί “εξυπνάδας” και της οιονεί “τσαχπινιάς”. Αν
απορρίψει αυτά τα εύκολα “κόλπα”, θα κερδίσουν σημαντικώτατα οι αφυπνιζόμενες
υποκριτικές δυνατότητές της».
Ο
Γιώργος Λαζαρίδης, στον απολογισμό της κινηματογραφικής σεζόν 1947-48 για την
εφημερίδα Εμπρός, διαπίστωσε μια «αποτυχία
οφειλομένη αποκλειστικά και ολοκληρωτικά στον σκηνοθέτη, ο οποίος όπως αποδεικνύεται
δεν είχε γνώσιν ούτε των στοιχειωδών αρχών που απαιτούνται για το γύρισμα μιας
ταινίας», για το δε σενάριο σχολίασε ότι «ενώ στην αρχή είχε κάποιο γοργό ρυθμό, δεν αργούσε να πάρη τον χλιαρό
κατήφορο της ανίας και του αναμασήματος των ίδιων κρύων αστείων».
Σε μια εφημερίδα
της Θεσσαλονίκης, το Φως, εντοπίζουμε για ακόμη μια φορά μια εξαιρετικά ευμενή
κριτική, την οποία υπέγραφε ο «Χ.»:
«Στην
κατηγορία των έργων που συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της επιτυχίας ανήκει η νέα
αυτή ντόπια δημιουργία. Σενάριο πολιτισμένο, χαρούμενο, έξυπνη πλοκή, γοργότητα
εναλλαγής, πλούτος ευρημάτων και απροόπτων, φωτογραφία άψογη, φωτισμός τέλειος,
φωνοληψία πολύ καλή, προσεκτική δουλειά στο στούντιο και στην επιλογή των
εξωτερικών, κίνησις και άνεσις –στην οποία δεν μας έχει συνηθίση ως τώρα ο
ελληνικός κινηματογράφος– αριστοτεχνικά ντεκουπάζ με συνισταμένη τους την
ευσυνείδητη προσπάθεια του ρεζισέρ κ. Σπέντζου να παρουσιάση κάτι το εφάμιλλο
με εκείνο που μας δίνει η ζωή, παραγωγή, υποπίπτουν πληθωρικά, στην αντίληψι
του θεατού, της μιας, οποιασδήποτε σκηνής του “100.000” λίρες.
Είχε
υποστηριχθή κάποτε από ωρισμένους μπλαζέ “τεχνοκρίτας” της πρωτευούσης ότι ο
“ελληνικός κινηματογράφος δεν θα παύση ποτέ να αποτελή παρωδίαν της τέχνης”. Το
“100.000 λίρες”, με την από πάσης απόψεως τελειότητά του, έρχεται να τους
διαψεύση κατηγορηματικώς. Δείχνει ότι έγινε αλματώδη πρόοδος. Ότι δεν μας
λείπει ούτε το έμψυχον υλικόν, ούτε η διάθεσις των επιχειρηματιών να δώσουν
στον τόπο μας έργα εφάμιλλα των καλυτέρων της ξένης παραγωγής.
Φυσικά
απέχουμε πολύ ακόμη και είναι ζήτημα αν θα αποκτήσουμε ποτέ τον τεχνικό
εξοπλισμό του Χόλλυγουντ και των άλλων μεγάλων κέντρων της κινηματογραφικής
παραγωγής. Ούτε και μπορούμε να πούμε ότι το παίξιμο του Αλ. Λειβαδίτη, της
Καίτης Πάνου, του Δαμασιώτη και των άλλων καλλιτεχνών των οποίων την απόδοσι
απολαύσαμε στο καινούργιο αυτό φιλμ, φθάνει στο επίπεδο των λαμπρών αστεριών
του διεθνούς κινηματογραφικού στερεώματος.
Ως
τόσο όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, μπορούμε να πούμε ότι το “100.000 λίρες”
αποτελεί ένα σταθμόν. Ένα σταθμόν με πολύ ενθαρρυντική προοπτική για την
μελλοντική εξέλιξι του κινηματογράφου μας. Λίγη προσπάθεια ακόμη, επίδειξις
λίγης στοργής εκ μέρους του Κράτους και θα φθάσουμε στο τέλειον».



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου