Σελίδες

Σελίδες

«Νύχτα χωρίς ξημέρωμα»

Παράλληλα με τη «Σκούρα Φιλμς» δραστηριοποιούταν μια δεύτερη εταιρία, η «Αθήναι Φιλμ» των Λ. Λιδωρικιώτη και Α. Παπαδαντωνάκη, η οποία γύρισε και πρόλαβε να παρουσιάσει πριν την Κατοχή την ταινία «Νύχτα χωρίς ξημέρωμα» σε σενάριο του πολυγραφότατου Δημήτρη Μπόγρη. Τη μουσική συνέθεσε ο Βιτάλης, ενώ τους στί­χους των τραγουδιών έγραψε ο Γιαννουκάκης. Τα σκηνικά κατασκεύασε ο Αμπελάς. Καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Α. Παπαδαντωνάκης, οπερατέρ ο Π. Μεραβίδης και μακιγιέρ ο Κ. Σπαθόπουλος. Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν σε Τρίπολη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Πειραιά.

Η ιστορία με λίγα λόγια:

Στη Θεσσαλονίκη, η αστυνομία παρακολουθεί κάποιον λαθρέμπορο, που διαρκώς της ξεφεύγει. Μια μέρα, ο λαθρέμπορος αυτός, που ονομάζεται Λεβάντης ή Κάβουρας, έρχεται στην Αθήνα, όπου γνωρίζεται με το γιό μιας τίμιας και φτωχικής οικογένειας, το Σταύρο. Μια φιλία ενώνει τους δύο άνδρες και ο Κάβουρας μπαίνει στο σπίτι του Σταύρου, που δεν ξέρει τίποτα από το παρελθόν του, ενώ ύστερα από λίγο καιρό ζητάει σε γάμο την αδελφή του, τη Βασούλα. Στο μεταξύ όμως η Βασούλα είναι ερωτευμένη μ’ ένα φοιτητή, τον Κώστα Νικόπουλο, με τον οποίο έχουν δώσει λόγο.

Ο Κώστας λείπει καιρό στο χωριό του στην Πελοπόννησο, που τον έχει καλέσει ο πατέρας του, ο μπάρμπα-Αντρέας. Από μια καθυστέρηση των επιστολών του Κώστα στο ταχυδρομείο, που γίνεται αιτία να μην έχει η Βασούλα καμιά είδησή του, εκείνη νομίζει πως την ξέχασε και αποφασίζει να δεχθεί την πρόταση του Λεβάντη. Ο Κώστας όμως γυρίζει στην Αθήνα, μαθαίνει όλα όσα μεσολαβήσανε και τρέχει κατ’ευθείαν στη βίλα, όπου μένει τώρα πια η Βασούλα, για να διαλύσει την παρεξήγηση.

Την ώρα εκείνη ο Λεβάντης λείπει. Παρόλο που με τον ερχομό του στην Αθήνα ποθούσε αληθινά να ξεχάσει το παρελθόν του και ν’ αρχίσει μια καινούρια ζωή, εν τούτοις οι παλιοί συνεργάτες του τον παρασύρανε σε μια ακόμα λαθρεμπορική επιχείρηση. Τους ανακαλύπτει η αστυνομία και, στη συμπλοκή που ακολουθεί, τραυματίζεται σοβαρά. Με πολύ κόπο κατορθώνει να μπει στο αυτοκίνητό του και να γυρίσει στο σπίτι του. Εκεί βρίσκει τον Κώστα και τη Βασούλα· τους ακούει που μιλάνε για την παρεξήγηση, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους, και μαθαίνει όλη την αλήθεια. Έτσι, ευχαριστημένος που το ειδύλλιο των δύο νέων τελείωνε τόσο ευτυχισμένα και βέβαιος για την ευτυχία της Βασούλας, πεθαίνει χωρίς να κατορθώσει τελειωτικά να απαλλαγεί από τη νύχτα της πρώτης του ζωής και να δει το ξημέρωμα μιας νέας αυγής.

Πήραν μέρος οι:

Ευάγγελος Ανουσάκης ........... Λεβάντης ή Κάβουρας

Αντούλα Μακρή - Ανόσκα ... Βασούλα

Κωνσταντίνος Μανιατάκης .. Κώστας Νικόπουλος 

Βασίλης Αφεντάκης ..............  μπάρμπα Αντρέας

Κυριάκος Μαυρέας ..............  φίλος, συγκάτοικος του Κώστα

Σοφία Βερώνη

Καθώς η ταινία δεν σώζεται, σημαντική αξία έχουν οι αναλυτικές περιγραφές ορισμένων σκηνών από το δημοσιογράφο Τάσο Θεοδοσόπουλο μετά από μια δοκιμαστική, αμοντάριστη προβολή το Μάρτιο του 1940:

«Η μεγάλη αψίδα της Εγνατίας οδού με τα μισοκατεστραμμένα ανάγλυφά της. Από το βάθος του δρόμου, φαίνεται να έρχεται ένας αστυνομικός με πολιτικά, απ’ αυτούς που παρακολουθούν τον Κάβουρα τον λαθρέμπορο, έναν από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο έργο, και που το ρόλο του τον υποδύεται με εξαιρετική επιτυχία ο κ. Αννουσάκης.

Από εκεί, βρισκόμαστε σ’ ένα απόμερο συνοικιακό καφενεδάκι. Δυο ύποπτοι τύποι ανακατεμένοι με τους άλλους πελάτες, κάθονται στο ηλιόλουστο πεζοδρόμιο και διαβάζουν με τη μεγαλύτερη αφέλεια την εφημερίδα τους. Σε μια στιγμή, πέφτει το μάτι τους σε μια είδησι που τους κάνει να ταραχθούν εξαιρετικά. Στο “γκρο-πλαν” της εφημερίδος που δείχνεται στην οθόνη διαβάζω: “Ανακάλυψις λαθρεμπορίου Καφέ και Ζαχάρεως. Η αστυνομία επί τα ίχνη των αρχηγών”. Την ίδια στιγμή στην απένατι γωνία στρίβει ο αστυνομικός που αναφέραμε πιο πάνω. Οι δυο κακοποιοί σηκώνονται από τις θέσεις των, κρύβουνται πίσω από τη γωνιά και τον παρακολουθούν.

[...] Πελοπόννησος, ένα χωριό της Τρίπολης. Στο σταθμό, ένας γέρο-φουστανελλάς, ο Μπάρμπα-Αντρέας ο Νικόπουλος (κ. Αφεντάκης) περιμένει το γυιό του τον Κώστα (Κ. Μανιατάκης) από την Αθήνα. Σε λίγο η αμαξοστοιχία φθάνει. Ο Κώστας κατεβαίνει χαρούμενος, αγκαλιάζει με στοργή τον πατέρα του, κι ύστερα από τα σχετικά καλωσορίσματα, παίρνουν το δρόμο για το χωριάτικο σπίτι τους. Ώμορφα και γραφικά τοπεία, από τους Πελοποννησιακούς κάμπους, γεμάτα φως και εξοχικό ελληνικό χρώμα, πλαισιώνουν τον δρόμο που οδηγεί για το σπίτι τους.

Και ξαφνικά ξαναρχόμαστε στην Αθήνα.

Ο Μανιατάκης με τον Μαυρέα, που παίζει τον ρόλο ενός φίλου του και συγκάτοικού του, βρίσκουνται σε... προστριβές. Ο πρώτος έχει πάρει το παντελόνι του δεύτερου και δεν του το δίνει με κανένα τρόπο να το φορέση για να βγη έξω. Ο Μαυρέας παρακαλεί, ικετεύει... ψευτοκλαίει, μα δεν κατορθώνει τίποτα.

Άλλη σκηνή.

Στο μικρό εργένικο δωμάτιό τους, που η σκηνογραφία, που είνε τόσο προσεγμένη μέχρι και τη μικρότερη λεπτομέρεια –δεν μένει ούτε η μικρή κρεμαστή βρύση για την τουαλέττα– οι δυο συγκάτοικοι κουβεντιάζουνε. Ο Μανιατάκης ξαπλωμένος στο κρεββάτι του ξεφυλλίζει κάποιο βιβλίο. Ο Μαυρέας ετοιμάζεται να βγη έξω. Σε μια στιγμή τον ρωτάει:

- Κώστα θες να πάρω τα παπούτσια σου να τα δώσω να τα γυαλίσουν;...

Ο Κώστας απαντάει καταφατικά και ο Μαυρέας με τα ξένα παπούτσια βγαίνει από το δωμάτιο.

Σε λίγο τον βρίσκουμε στην πλατεία... Αβησσυνίας, στο Δημοπρατήριο να κάνη παζάρια, για να τα... πουλήση. Ο πρώτος παληατζής δεν του δίνει ικανοποιητική τιμή. Φεύγει. Στον δεύτερο φαίνεται τυχερώτερος. Ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα αντιπροσωπεύει την τιμή τους. Το τσεπώνει γελαστός-γελαστός κι απομακρύνεται...

Και ο ταλαίπωρος Μανιατάκης περιμένει τα παπούτσια του... να γυρίσουνε γυαλισμένα!..

Τρίτη σκηνή.

Στο ίδιο δωμάτιο, οι δυο φίλοι, μονιασμένοι, παίζουνε... ξερή!

Ο Μανιατάκης κρατάει συμμαζεμένα τα φύλλα του. Ο Μαυρέας τον παρακολουθεί και προσπαθεί με τρόπο να τα δη κι αυτός. Χωρίς να τον αντιληφθή, πατάει στο ξύλο της καρέκλας του, σηκώνεται ψηλά και τα βλέπει. Το παιχνίδι συνεχίζεται. Το αποτέλεσμα το φαντάζεσθε. Κερδίζει ο Μαυρέας. Στη δεύτερη παρτίδα, το κόλπο επαναλαμβάνεται. Μα γίνεται αντιληπτό, και ο Μανιατάκης παίρνει τα κατάλληλα μέτρα. Μα πού να ησυχάση ο Μαυρέας. Σε μια στιγμή που ο συμπαίκτης του κυττάζει αλλού, παίρνει ένα μικρό καθρεφτάκι, και το ακουμπά στα γόνατά του. Είνε τώρα η σειρά του να μοιράση χαρτιά. Φέρνει την τράπουλα πάνω στον καθρέφτη και μοιράζοντας τα φύλλα, τα βλέπει με τρόπο πάνω στο γυαλί. Ο Μανιατάκης ανύποπτος παίζει. Στο τέλος του παιχνιδιού έχει κερδίσει και πάλι ο Μαυρέας. Σηκώνονται για να φύγουν. Με μιαν επιδέξια κίνησι ο καθρέφτης εξαφανίζεται κάτω από το σακάκι και ούτε... η γάτα ούτε η ζημιά!...»

Αν και ήταν έτοιμη από την άνοιξη του 1940, η προβολή της καθυστέρησε σημαντικά. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος δεν στάθηκε ικανός να την ματαιώσει κι έτσι βγήκε στους αθηναϊκούς κινη­ματογράφους στις 20 Ιανουαρίου 1941, οπότε προβλήθηκε στις αίθουσες «Τιτάνια» και «Ορφεύς». Με τα 19.227 εισιτήρια, που κόπηκαν αθροιστικά στους δύο κινηματογράφους, το «Νύχτα χωρίς ξημέρωμα» κατέληξε να είναι η 27η εμπορικότερη ταινία α΄ προβολής στην Αθήνα τη σεζόν 1940-41 σε σύνολο 123 ταινιών.

Εκτός τόπου και χρόνου η διαφημιστική προώθηση της ταινίας, αντί να επιχειρηθεί μια έξυπνη σύνδεση με τον πόλεμο, που βρισκόταν σε εξέλιξη, περιορίστηκε σε μια κλισέ αναφορά «στα πιο ώμορφα Ελληνικά τοπία» και τις «υπέροχες εικόνες της Ελληνικής υπαίθρου», που παρουσιάζονταν επί της οθόνης. Και φυσικά, όπως όλες οι ελληνικές ταινίες της περιόδου, διαφημιζόταν ως «ασυγκρίτως ανωτέρα» απ’ όσες είχαν προβληθεί μέχρι τότε.

Η Ακρόπολις δημοσίευσε το μοναδικό –ίσως– κριτικό σημείωμα:

«[..] Ας μη βιασθούμε σε προκαταβολικά συμπεράσματα κι ας επιφυλαχθούμε στις επικρίσεις. Διότι το νέο έργο, χωρίς να αίρεται στα ύψη Αμερικανικής τελειότητος, αποτελεί πάντως βήμα σημα­ντικό στην πρόοδό μας στον δυσχερέστατο και –προ παντός– δαπανηρότατον αυτόν τομέα της Τέχνης. Άριστα δεν παίρνει, ούτε διεκδικεί, άλλως τε. Κρατεί όμως ζωηρό το ενδιαφέρον κατά τη μιάμισυ ώρα της προβολής του, συγκινεί, τέρπει με τα εύθυμα επεισόδια, που διανθίζουν το δραματι­κό του φόντο, ικανοποιεί. Βασικό του προτέρημα: Η «δυσκαμψία» -πώς να την πούμε αλλοιώς;- που αναιρεί από την μικρή Ελληνική παραγωγή το βασικό χαρακτηριστικό του κινηματογράφου, την κίνησι, δηλαδή, τον γοργό ρυθμό, την αλλεπάλληλη εναλλαγή των σκηνών, δεν υπάρχει στο “Νύχτα χωρίς ξημέρωμα”. Αξιόλογη “κινητικότης” το διακρίνει. Σκηνές εναλασσόμενες το πλουτίζουν αρκε­τές και του προσδίδουν δράσι, η οποία το καθιστά κατ’ αρχήν έργο κινηματογραφικό. Το έργο δεν εκτυλίσσεται μονοκόμματα. Χωρίς να εικονίζη με τη λεπτομερειακότητα, που θα έπρεπε, τα αλληλο­διάδοχα γεγονότα, τα οποία συνθέτουν την πλοκή του, δεν περνά πάντως ασύνδετα από τη μια σκηνή στην άλλη, ωσάν απλό φωτογραφικό άλμπουμ. Η λεπτομέρεια, η μεταβολή, έχει προσεχθή και αποδί­δεται κατά τρόπο που επιτρέπει ώστε η υπόθεσί του να εκτυλίσσεται με αρκετή άνεσι. Το προτέρημα αυτό πλουτίζει ακόμη την πλοκή του, η οποία είνε σημαντική και την οποίαν ζωντανεύουν ηθοποιοί, όπως η Σοφία Βερώνη, ο Κυρ.Maυρέας, ο τενόρος Μανιατάκης, ο Ανουσάκης, ο Β. Αφεντάκης κλπ».


[Η ανάρτηση ενημερώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε στο: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου