Σελίδες

Σελίδες

«Ένα έργον πολιτισμού» (η ταινία της Απογραφής)

Στις 16 Οκτωβρίου 1940 πραγματοποιήθηκε γενική απογραφή του πληθυσμού. Δεν ήταν η πρώτη στην ιστορία του ελληνικού κράτους, όμως για το καθεστώς Μεταξά όλα ήταν προπαγάνδα και επί εβδομάδες ο τύπος δημοσίευε οδηγίες για τη σωστή συμπλήρωση των δελτίων μαζί με συνθήματα του τύπου «Όποιος δεν γράφει την αλήθειαν εις τα απογραφικά δελτία, βλάπτει και την Ελλάδα και τον εαυτόν του».

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αδερφοί Σκούρα ανέλαβαν την παραγωγή μιας ταινίας μυθοπλασίας που θα καθοδηγούσε τους πολίτες αναφορικά με τους σκοπούς της απογραφής, την οποία κατόπιν δώρισαν στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Έτσι δημιουργήθηκε το «Ένα έργον πολιτισμού», που επικράτησε να λέγεται «η ταινία της Απογραφής», περίπου 20λεπτης διάρκειας, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Ιωαννόπουλου. Στην τεχνική αρτιότητα του φιλμ συνέβαλαν ο Φίνος, οι αδερφοί Δρυμαρόπουλοι και ο Προβελέγγιος.

Η ταινία προβαλλόταν στον κινηματογράφο «Ρεξ» της Αθήνας από τις 7 μέχρι και τις 15 Οκτωβρίου αποσπώντας θετικές κριτικές. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ασύρματος, επρόκειτο για το πρώτο ελληνικό «κουλτούρ φιλμ», το οποίο μάλιστα «όχι μόνον δεν κουράζει τον θεατήν, αλλ’ αντιθέτως κινεί το ενδιαφέρον του τόσον ώστε να έχη την εντύπωσιν ότι παρακολουθεί ένα ωλοκληρωμένον έργον». Το μυστικό της επιτυχίας ήταν η παρουσία ενός «έμπειρου» σκηνοθέτη, χάρη στον οποίο όλα κινούνταν «με ρυθμό»: «Οι ηθοποιοί, επαγγελματίαι και ερασιτέχναι, τα παιδάκια που χρησιμοποιούνται ευρύτατα, όλα έχουν την σφραγίδα της σκηνοθετικής πειθαρχίας. Αυτό ακριβώς μας πείθει ότι ημπορούμεν και εδώ να κατασκευάσωμεν άρτια ελληνικά κινηματογραφικά έργα, φθάνει να μην προχειρολογούμεν».

Η Εστία ανέδειξε την έλλειψη συγχρονισμού του ήχου, ώστε «κατά πυκνά διαστήματα, η προπαγανδιστική ομιλία, βαίνουσα πολύ ταχύτερον της εμφανίσεως των εικόνων, τελειώνει εκάστοτε, ενώ οι ηθοποιοί φαίνονται να ομιλούν ακόμα» προκαλώντας γέλια μεταξύ των θεατών. Ωστόσο η εφημερίδα έριχνε την ευθύνη όχι στους συντελεστές της ταινίας, αλλά στους μηχανικούς των κινηματογράφων, στους οποίους συνιστούσε «ολίγη προσοχή».

Ακόμα και για τον αυστηρό Γ. Ν. Μακρή αυτή ήταν η «πρώτη ελληνική ταινία που σημειώνει πρόοδο» και «δείχνει ότι όταν υπάρχει ο άνθρωπος που ξέρει και καταλαβαίνει, μπορεί να γυρισθεί καλή ταινία κι εδώ»:

«Ο κ. Ιωαννόπουλος δεν αυτοσχεδιάζει, ούτε πειραματίζεται. Πήρε ένα θέμα δύσκολο κι αχάριστο και γύρισε μια ταινία, που όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά και κρατά το ενδιαφέρον ως το τέλος. Το κατόρθωμα δεν είναι λίγο, όταν σκεφθούμε ότι όλη η άλλη ελληνική παραγωγή –και μάλιστα ταινίες με πλοκή– μόνο αποτέλεσμα είχε να προκαλεί την αφόρητη ανία του θεατή, όταν δεν προκαλούσε τα ειρωνικά γέλια του. Ο κ. Ιωαννόπουλος έδειξε ότι ξέρει να χειρίζεται ένα θέμα –το σενάριό του, γραμμένο από τον ίδιο, είναι πολύ καλό– ότι μπορεί να διευθύνει το έμψυχο υλικό του, που συνάμα ξέρει και να το διαλέγει, ότι έχει πείρα της τεχνικής, ότι μπορεί να συναρμολογήσει ένα σύνολο».

Σε συνέντευξή του, ο Δ. Ιωαννόπουλος έκρινε ως «απολύτως ικανοποιητικό» το αποτέλεσμα, αποδίδοντας τα όποια λάθη στη «σύντομη προθεσμία που έπρεπε να ήταν έτοιμη η ταινία». Και εξηγούσε: «Αν δεν τις παραβλέπαμε αυτές τις μικρολεπτομέρειες η ταινία θα ετοιμαζότανε... μετά την απογραφή και δεν θα μπορούσε πια να εξυπηρετήσει τον σκοπό της. Γι’ αυτό προτιμήσαμε να αφήσουμε εν γνώσει μας ένα-δυο λαθάκια, ευκολότατα να διορθωθούν αν υπήρχε πίστωση χρόνου. Όπως π.χ. μια μικρή διαφορά τόνου στην αλλαγή των πλάνων, την κακή απόδοση του κώδωνος στο διάλειμμα, μια ή δυο σκηνές που συνέβη οι ηθοποιοί να κοιτάζουν το φακό ή που η κίνηση του συνόλου δεν ήταν ικανοποιητική. Μια ακόμα που ο φωτισμός δεν ήταν απόλυτα πετυχημένος. Όλοι όμως αυτοί οι λόγοι δεν θίγουν την ουσία. Και η ουσία είναι ότι υπάρχει η βάση για μια καλή δουλειά και οι κατάλληλοι άνθρωποι απάνω στους οποίους μπορεί να στηριχθεί κανείς με πεποίθηση». Παράλληλα εξέφρασε τη ικανοποίησή του και για τους συνεργάτες του μπροστά και πίσω από τις κάμερες: «Όλοι των διέθεταν εκτός από το ταλέντο τους και τα δυο απαραίτητα στοιχεία για την εργασία του “πλανό”: κατανόηση και πειθαρχία. Και αισθάνομαι ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση, όταν σκέπτομαι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που προσφέρθηκαν δωρεάν να βοηθήσουν το έργο της απογραφής, πέρασαν όλες τις ώρες της φοβερά κουραστικής δουλειάς του στούντιο χωρίς να χάσουν ούτε μια στιγμή το κέφι των».

[Η ενότητα ανανεώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου