Σελίδες

Σελίδες

«Η φωνή της καρδιάς»

Στις 29 Μαρτίου 1943 ξεκίνησαν οι προβολές της πιο επιτυχημένης εμπορικά ελληνικής ταινίας της Κατοχής. Ήταν η «Φωνή της Καρδιάς» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, η πρώτη επίσημη παραγωγή της θρυλικής «Φίνος Φιλμ».

Τη μουσική συνέθεσε ο Χρήστος Χαιρόπουλος. Το μακιγιάζ επιμελήθηκε ο Σταύρος Κελεσίδης, ενώ η διεύθυνση φωτογραφίας ήταν του Πρόδρομου Μεραβίδη.

Περίληψη του σεναρίου:

Δεκαπέντε χρόνια μετά την καταδίκη του για τη δολοφονία του εραστή της συζύγου του, ο κυρ Σπύρος αποφυλακίζεται λόγω καλής διαγωγής και αναζητά την κόρη του, για την οποία δεν γνωρίζει τι έχει απογίνει. Βρίσκει δουλειά σε μια ταβέρνα της Κηφισιάς, δίπλα σ’ έναν παλιό του φίλο, τον Αλέξη. Οι μήνες περνούν και μια μέρα, από την ταβέρνα περνάει ένα πλουσιοκόριτσο, η Λίλα, με την παρέα της. Ο κυρ Σπύρος δείχνει αρκετή συμπάθεια για το κορίτσι, που πρέπει να ‘χει την ίδια ηλικία με την κόρη του.

Η Λίλα είναι ερωτευμένη με τον Πέτρο, όμως την διεκδικεί και ο Τζώρτζης, ο οποίος μια βραδιά της επιτίθεται. Από το σημείο όμως περνάει τυχαία ο κυρ Σπύρος, ο οποίος την προστατεύει. Χολωμένος από το πάθημά του, ο Τζώρτζης εμποτίζει τον Πέτρο με την υπόνοια ότι οι σχέσεις του κυρ Σπύρου με τη Λίλα δεν είναι απλά φιλικές, αλλά μάλλον ανάρμοστες.

Η μητέρα και ο θετός πατέρας της Λίλας σχεδιάζουν να την παντρέψουν μ’ έναν πλούσιο γνωστό τους παρά τη θέλησή της. Με τη βοήθεια της μικρής της αδερφής, εκείνη ενημερώνει τον Πέτρο, ο οποίος προσφεύγει στη βοήθεια του κυρ Σπύρου, η παρεξήγηση με τον οποίο είχε πλέον λυθεί και οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν αποκατεστημένες. Ο κυρ Σπύρος, που στο μεταξύ είχε μάθει ότι η Λίλα ήταν η κόρη του, αποφασίζει να παρέμβει. Επισκέπτεται την πρώην σύζυγό του, τη Στέλλα, και της ζητάει να επιτρέψει στην κόρη τους να παντρευτεί όποιον εκείνη αγαπάει αληθινά και να μην υποχρεωθεί σ’ έναν γάμο χωρίς αγάπη, υποσχόμενος ότι δεν θ’ αποκαλύψει ποτέ στη Λίλα την πραγματική του ταυτότητα.

Στο μεταξύ η Λίλα συνειδητοποιεί ότι ο κυρ Σπύρος ήταν ο βιολογικός της πατέρας και, όταν εκείνος φεύγει από το σπίτι αποφασισμένος να τηρήσει την υπόσχεσή του, τον σταματάει, τον αγκαλιάζει και τον καθησυχάζει: «Θα έχω κι εγώ ένα σπιτάκι. Όχι μεγάλο σαν κι αυτό, ούτε και τόσο πλούσιο, μα που θα μπορεί να έχει ένα δωμάτιο και για σένα. Έλα! έλα να κρυφτείς εκεί... μπαμπά!».


Πήραν μέρος οι ηθοποιοί:

Αιμίλιος Βεάκης ………...     κυρ Σπύρος

Δημήτρης Χορν …………    Πέτρος

Καίτη Πάνου ……………     Λίλα

Σμαρούλα Γιούλη ………     Ζιζή (αδερφή της Λίλας)

Λάμπρος Κωνσταντάρας ..    Τζώρτζης

Αλέκος Λειβαδίτης ……..     Αλέξης (φίλος του Σπύρου)

Νίτσα Τσαγανέα ………..      Στέλλα

Νίκος Ματθαίος ………...     καθηγητής (κωμικός ρόλος)

... και οι: Παντελής Ζερβός, Σωτηρία Ιατρίδου, Βάνα Φιλιππίδου, Στέλιος Βόκοβιτς, Σμαράγδα Βεάκη, Ελένη Χαλκούση και Γιάννης Κοντούλης.

 

Αυτή ήταν η πέμπτη κινηματογραφική εμφάνιση του Αιμίλιου Βεάκη, ο οποίος όμως εξακολουθούσε να αισθάνεται πρωτίστως θεατρικός ηθοποιός. Σύμφωνα με τον Χρήστο Χαιρόπουλο (εφημερίδα Αθηναϊκή, 15.07.1976), όταν ο Φ. Φίνος και ο συνέταιρός του, Γιώργος Καβουκίδης, παρέθεσαν γεύμα στους συντελεστές της ταινίας, ο Βεάκης σηκώθηκε και ύψωσε το ποτήρι του κάνοντας την πρόποση, «Ας πιούμε στην υγεία των ηθοποιών του κινηματογράφου». Δίπλα του βρισκόταν ο Αλέκος Λειβαδίτης, ο οποίος ανταπέδωσε σηκώνοντας κι αυτός το ποτήρι του λέγοντας «Δηλαδή, στην υγεία σας, κύριε Βεάκη», για να του απαντήσει εκείνος: «Δεν είμαι εγώ κινηματογράφος, αλλά εσύ! Εγώ είμαι θέατρο».

Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο έκανε η ηθοποιός Καίτη Πάνου, η οποία σε συνέντευξή της στο Γιώργο Λαζαρίδη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εμπρός στις 22.04.1948, πώς είχε πάρει το ρόλο για τη «Φωνή της καρδιάς»: «Έπαιζα στα σκετς του Παιδικού Θεάτρου της κυρίας Αντιγόνης Μεταξά, όταν μια Μέρα με πρόσεξε ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας κ. Δημήτριος Ιωαννόπουλος. Ακριβώς εκείνη την εποχή ζητούσε πρωταγωνίστρια για την ταινία του “Φωνή της Καρδιάς”. Ρώτησε, λοιπόν, την κυρία Μεταξά αν θα ήθελα να παίξω στον κινηματογράφο. Εκείνη πάλι ρώτησε εμένα... Δέχτηκα κι έτσι μια μέρα βρέθηκα “σταρ” του κινηματογράφου».

Όσον αφορά το πώς είχε αισθανθεί την πρώτη φορά που βρέθηκε μπροστά στην κάμερα, η Καίτη Πάνου θυμόταν: «[Με] εγκληματική ψυχραιμία! Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι σήμερα όταν παίζω μια ταινία, αισθάνομαι περισσότερη αγωνία και τρακ, παρά την πρώτη φορά! Είναι περίεργο αυτό, εν τούτοις όμως αληθινό»!

Στην ίδια συνέντευξη η ηθοποιός περιέγραψε κι ένα χαριτωμένο περιστατικό έκφρασης θαυμασμού από κάποιο θεατή της ταινίας: «Όταν πρωτοπαίχθηκε η πρώτη μου ταινία, η «Φωνή της καρδιάς», όλοι οι θαυμαστές μου έστελναν τα γράμματά τους στο στούντιο του κ. Φίνου. Ένα πρωί, λοιπόν, ο κ. Φίνος ανοίγει κι ένα γράμμα με τη διεύθυνσή του και το όνομά του. Αρχίσει να το διαβάζει μένοντας από τις πρώτες γραμμές κατάπληκτος. “Τρελάθηκα για σένα”, έλεγε το γράμμα, “... θα σκοτωθώ αν δεν μ’ αγαπήσεις κι εσύ... Με πέθανε αυτό το βλέμμα σου”. “Κάποια πήρα στο λαιμό μου”, σκέφθηκε ο καημένος ο κ. Φίνος, αλλά ποια απογοήτευση τον περίμενε, όταν το γράμμα τελείωνε με τα λόγια: “Καιτούλα μου, κούκλα μου, σ’ αγαπώ!”. Κεραμίδα!... Είχε ξεχάσει ο χριστιανός να γράφει στο φάκελο “Για την Καίτη Πάνου”».


ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ

Αναγνωρίζοντας τις τεχνικές δυσκολίες, σε άρθρο του ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Δημ. Ιωαννόπουλος δήλωνε αισιόδοξος για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου και παραδεχόταν: «Το όνειρό μου, καθώς και όλων που εργάσθηκαν μαζί μου ήταν να παρουσιάσωμε μια ταινία με πολλές ελλείψεις βέβαια και λάθη και μειονεκτήματα, μα που να μπορή να κριθή έτσι μέσα στις άλλες που θα μοιραστή μαζί τους στη φετεινή κινηματογραφική σαιζόν, οποιεσδήποτε και αν είνε αυτές».

Παράλληλα, μοιραζόταν και κάποια παραλειπόμενα των γυρισμάτων:

«Θυμάμαι μια μέρα στην Κηφισιά, στην ταβέρνα το “Μεθυσμένο αηδονάκι”, ετοιμαζόμαστε ν’ αρχίσουμε τη δουλειά μας. Ο Βεάκης έτοιμος στο ρόλο του ταβερνιάρη... Ο Λειβαδίτης με την πετσέτα στο χέρι. Ο πραγματικός ταβερνιάρης, ο Τζίμης, πότιζε τον κήπο του. Για μια στιγμή μπαίνουν δυο εργατικοί και θρονιάζονται σ’ ένα τραπέζι. Στην αρχή νομίσαμε πως ήταν γνωστοί του Τζίμη, και εκείνος ότι ήσαν δικοί μας γνωστοί. Όταν είδαμε ότι ούτε το ένα συνέβαινε, ούτε το άλλο, τους ρωτήσαμε ευγενικά:

- Τι θέλετε;

- Τι έχετε; μας ρώτησαν με τη σειρά τους, έτοιμοι να κανονίσουν την παραγγελία των.

Όταν τους εξηγήσαμε “τι έχουμε”, γέλασαν και παρεκάλεσαν να μείνουν. Μας χρειαζότανε μια παρέα και ομολογώ, ότι δεν τα κατάφεραν και άσχημα.

Άλλοτε πάλι στην Κηφισιά, και αυτό σ’ ένα ρωμαντικό περίπατο του Χορν και της Πάνου, κάποιος εργατικός που γύριζε από τη δουλειά του με την τσάπα στην πλάτη, δέχτηκε να παίξη το ρόλο ενός περαστικού. Έβαλε όμως μερικού όρους. Ήθελε πρώτα να... χτενιστή, να στρίψη το μουστάκι του και να βεβαιωθή μόνο του στον καθρέφτη ότι είνε εν τάξει. Και όταν του ικανοποιήσαμε όλες αυτές τις επιθυμίες του, ξανάβαλε το τσαπί στον ώμο του και πέρασε, όπως τον παρακαλέσαμε, με πειθαρχία που θα την ζήλευε ο πιο ευσυνείδητος κομπάρσος». 

Αναδρομή στα παρασκήνια των γυρισμάτων της «Φωνής της καρδιάς» έκανε ο συνθέτης Χρήστος Χαιρόπουλος μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας Αθηναϊκή τον Ιούλιο του 1976. Αποκάλυπτε γιατί ο τενόρος Τζαβάλας Καρούσος είχε ντουμπλάρει τη φωνή του Αιμίλιου Βεάκη, επισήμανε ένα τεχνικό λάθος που παραλίγο να τινάξει την ταινία στον αέρα, ενώ θυμόταν και τη θερμότατη υποδοχή της ταινίας από τους θεατές, που λίγο έλειψε να παρεξηγηθεί από τους Γερμανούς κατακτητές:

«Ήτανε στη μέση της Κατοχής. Ο Φιλοποίμην Φίνος εζήτησε από τον Δημήτρη Ιωαννόπουλο ένα σενάριο. Σκληροί οι καιροί, άγρια η εποχή. Το γύρισμα ενός έργου ήτανε κάτι πιο πολύ από κατόρθωμα. Γιατί λείπανε όλα! Από το ψωμί, μέχρι το φωτογραφικό υλικό! Μ’ όλα αυτά, ο Φίνος ετόλμησε! Βασισμένος στην φοβερή του διαίσθηση και στην ακαταπόνητη εργατικότητά του είχε την πεποίθηση ότι θα τα βγάλη πέρα.

Έγραψε ο Ιωαννόπουλος ένα δράμα ερωτικό και κοινωνικό, τη “Φωνή της καρδιάς”. [...] Γυρίστηκε το έργο, το σκηνοθέτησε ο Ιωαννόπουλος, έγραψα τη μουσική. Αλλά στο γύρισμα παρουσιάστηκε μια δυσκολία: Τότε [...] η λήψη δεν ήτανε σύγχρονη. Δηλαδή εικόνα και ήχος δεν γυριζόντουσαν μαζί. Πρώτα γυριζότανε η εικόνα, κι έπειτα βλέπανε οι ηθοποιοί να προβάλλεται η ταινία βουβή, απαγγέλλανε τα λόγια, παρακολουθώντας τις κινήσεις των χειλιών τους στην κινούμενη φωτογραφία, συγχρονίζαμε κι εμείς τη μουσική. Αλλά ο Βεάκης δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να συγχρονιστή. Γίνανε δοκιμές πολλές, αδύνατον! Η «εκ των υστέρων» κουβέντα του –το “πλαίυ-μπακ” του κινηματογράφου– δεν ήτανε δυνατόν να συμπέση με τη βουβή εικόνα.

Αφού είδε κι απόειδε ο Φίνος, φώναξε έναν άλλον ηθοποιό, τον αξέχαστο Καρούσο, κι αυτός “ντουμπλάρησε” τον Βεάκη –όπως αργότερα ντουμπλάρησε και τον Αττίκ για τον ίδιο λόγο στα «Χειροκροτήματα” του Γιώργου Τζαβέλλα. Έτσι, στη “Φωνή της Καρδιάς” εμφανίσθηκε μεν ο Βεάκης, αλλά ακούσθηκε ο Καρούσος.

Επροχώρησε και τέλειωσε η ταινία. Αλλά, άμα την είδαμε στη δοκιμαστική προβολή, διαπίστωσα κάτι που δεν το είχε προσέξει κανείς: Στη βασική, τη δραματική σκηνή του έργου [...] η Νίτσα Τσαγανέα προσπαθεί να πείση, επίμονα κι επιτακτικά, την Καίτη Πάνου να παντρευτή αυτόν που δεν αγαπάει –τον Πομόνη– κι όχι αυτόν που αγαπάει –τον Τάκη τον Χορν. Αγριεύουνε τα πράγματα, η κόρη αρνιέται επίμονα, και σε μια στιγμή λέει στη μάνα της: “Κάποιος θάπρεπε να σου θυμίση ότι, εκτός από το συμφέρον, υπάρχει και η φωνή της καρδιάς”...

Ειρηνικά, η μητέρα ρωτάει: «Κι αυτός ο “κάποιος” για εξήγησε μου ποιος θα είναι;… «Εγώ!» απαντάει ο Βεάκης, δρασκελίζοντας το παράθυρο και μπαίνοντας στο δωμάτιο!.. Αλλά, πριν, σε μια προηγούμενη εικόνα, είχαμε δει το σπίτι της Τσαγανέα στην Κηφισιά, διώροφη βίλλα. Έφτανε από κάτω ο Τάκης ο Χορν με αυτοκίνητο, και κορνάριζε για να βγη η Καίτη Πάνου. Αυτή άκουγε, άνοιγε τη μπαλκονόπορτα του δωματίου της –στο δεύτερο πάτωμα– κι έβγαινε.

- Δε μου λες, ρώτησα τον Ιωαννόπουλο, αφού έχουμε δη ότι το δωμάτιό της είναι στο δεύτερο πάτωμα, πώς ο Βεάκης δρασκελίζει την μπαλκονόπορτα και μπαίνει σαν να είναι ισόγειο;

Είδε την γκάφα του ο Ιωαννόπουλος κι άρχισε να τραβάη τα μαλλιά του –είχε πολλά τότε.

- Είναι λάθος μου, δραματικό κι ασυγχώρητο, είπε. Πρέπει να ξαναγυρίσουμε το πλάνο με τον Χορν, το εξωτερικό.

Αγρίεψε ο Φίνος:

- Είσαι καλά; Και νομίζεις ότι έχω “νεγκατίφ” για να ξαναγυρίζω τα πλάνα που δεν σου αρέσουνε;

- Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει η σκηνή, αλλά είναι λάθος. Δεν το βλέπεις κι εσύ;

- Ας μην τόκανες. Για να βρω αυτό το λίγο φωτογραφικό υλικό, πλήρωσα ένα μάτσο χρυσές λίρες –μαύρη αγορά. Όπως είναι, θα μείνη.

Εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι ένα κινηματογραφικό έργο διαρκείας δύο ωρών και μήκους ταινίας χιλίων οκτακοσίων περίπου μέτρων γυρίζεται σε πέντε, σε δέκα ή σε είκοσι χιλιάδες μέτρα, έπειτα γίνεται το “ντεκουπάζ” –το ξεκαθάρισμα– διαλέγονται από τις σκηνές που γυρίστηκαν πολλές φορές οι πιο καλές και βγαίνει η ταινία όσο πιο τέλεια γίνεται.

Αλλά η “Φωνή της καρδιάς” ήτανε ταινία κατοχική. Χίλια οκτακόσια μέτρα γυρίστηκε, χίλια οκτακόσια βγήκε –ούτε ένα παραπάνω, αφού, “νεγκατίφ” δεν υπήρχε για σπατάλες.

Έτσι, ο κόσμος την είδε με το “λάθος” του μπαλκονιού... Δεν το κατάλαβε! Ήτανε τόσος ο ενθουσιασμός, που ο κόσμος, βγαίνοντας από το “Ρεξ”, άναψε εφημερίδες, και με το Βεάκη, την Πάνου και τον Χορν στη μέση, κατέβηκε θριαμβευτικά σε διαδήλωση λαμπαδηφορίας στην οδό Πανεπιστημίου!

Αναστατωθήκανε οι Γερμανοί γιατί νομίσανε ότι ήτανε επανάσταση –και κατεβήκανε με τα αυτόματα. Άμα μάθανε, όμως, ότι η επανάσταση ήταν θορυβώδης εκδήλωση για μια καινούργια ταινία ησυχάσανε κι αφήσανε τον κόσμο να παραληρή από ενθουσιασμό! [...]».


ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Φίνος Φιλμ», η ταινία έκοψε 102.237 εισιτήρια κατά την προβολή της στην Αθήνα.

Μεγάλη εμπορική επιτυχία σημείωσε και στην Κύπρο, όπου ξεκίνησε να προβάλλεται στον κινηματογράφο «Ζάππειον» της Λευκωσίας από τις 22.07.1946. Μάλιστα, μια διαφημιστική αγγελία της κινηματογραφικής αίθουσας στον κυπριακό τύπο με αφορμή την επαναπροβολή της «Φωνής της Καρδιάς» από τις 2 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς έκανε λόγο για ένα «ελληνικό κολοσσό, που συνεκίνησε και συνετάραξε 20.000 θεατάς» σε Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσό, Κτήμα, Κυρήνεια, Ξερό και Πεδουλά.

Με μεγάλη επιτυχία η ταινία προβλήθηκε και στους Έλληνες της Αλεξάνδρειας το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1947 (από τις 19.02 στο «Odeon» και από τις 25.03 στο «Φεριάλ»).

Πώς όμως υποδέχτηκαν την ταινία οι κριτικοί των αθηναϊκών εφημερίδων;

Για το Ν. Β. του Πρωινού Τύπου, η ταινία ήταν «όχι μόνο η πιο καλή απ’ όλες τις άλλες ελληνικές ταινίες –ούτε σύγκριση– αλλά μια εξαιρετική πραγματικά δημιουργία, άξια να συναγωνισθή μ’ επιτυχία μ’ οποιαδήποτε ξένη, μεγάλης επιτυχίας μάλιστα». «Άφθαστος» ο Αιμίλιος Βεάκης, «πραγματική αποκάλυψις» η Καίτη Πάνου, «θαυμάσιος» ο Δ. Χορν, «πολύ καλοί» ο Λ. Κωνσταντάρας και η Ν. Τσαγανέα.

«Άξιος συγγραφεύς, ταξιδεμένος, με κάποιο γούστο και με αισθητικούς ορίζοντες, ο Ιωαννόπουλος μπόρεσε να συλλάβη τις ευθύνες της προσπαθείας που ανελάμβανε. Εμόχθησε με πλήρη την συναίσθησι ότι δεν επιτρέπεται να παρουσιάση [...] πράγματα εξωφρενικά, σαν όλ’ αυτά που είδαμε σε προηγούμενες ελληνικές ταινίες», σχολίασε ο Αλέξανδρος Λιδωρίκης στην εφημερίδα Ακρόπολις. «Όσο και αν υπάρχουνε ελλείψεις σ’ αυτή την τελευταία παραγωγή του, δε φαίνεται όμως πουθενά η προχειρότητα κι η αδιαφορία, το κακό γούστο, η εκνευριστική αδεξιότητα. Λιτά, φτωχά πολλές φορές, μας παρουσιάζονται οι εικόνες που προβάλλονται, μα όλες μαζί διατηρούνε κάποια ευγένεια, θα έλεγα κάποιο ήθος κινηματογραφικό».

Στο εξαιρετικά αναλυτικό σημείωμά του ο Νίκος Χακκάς της Πρωίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η «Φωνή της καρδιάς» ήταν «μάλλον μια σφυγμομέτρηση, έν’ αναμέτρημα, ένας υπολογισμός των δυνατοτήτων να βλαστήση στην ελληνική πατρίδα μας κινηματογραφική τέχνη –σφυγμομέτρηση κι αναμέτρημα κι υπολογισμός που δε μας αφήνει καθόλου, μα καθόλου απογοητευμένους». Αυστηρός με τους πρωταγωνιστές, ξεχώρισε την ερμηνεία της μικρής Σμαρούλας Γιούλη  («όσο κι αν νομιστώ παράξενος ή ότι θέλω να πρωτοτυπώ, μου φαίνεται πως παίζει πιστευτότερα, ειλικρινέστερα, αφελέστερα»). Ο Λ. Κωνσταντάρας είχε «αρκετήν αυτοκυριαρχία και χωρίς να συναρπάζη εξαιρετικά, όμως ούτ’ ενοχλεί», ομοίως και ο Δ. Χορν που «χάρη στη νεανική του όψη και το σεμνό και μετρημένο του ύφος αρέσει πολύ», η Κ. Πάνου «εντελώς απλή, αφήνεται άβουλα, αλλά μ’ εμπιστοσύνη, να την συνεπάρη –στις κινήσεις της, στην έκφρασή της– ένα ρεύμα τυχαιότητος, ήρεμου στιγμιαίου αυτό σχεδιασμού», ενώ «άνισος» αξιολογήθηκε ο Βεάκης, ο οποίος «πότε μας συγκινεί μ’ έναν ανθρώπινο τόνο και πότε μας ξενίζει με θεατρισμούς, με υπερβολικά τονισμένη μιμική».






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου