Η αθρόα προβολή ελληνικών φιλμ, που «ποιοτικώς δεν
ήσαν εκείνα τα οποία ανεμένομεν και έπρεπε να είναι», είχε κλονίσει την
εμπιστοσύνη του κοινού, ώστε οι «Απάχηδες των Αθηνών», παραγωγή της «Νταγκ
φιλμ», αποτελούσε «μία μόνη λύση»,
όπως σημείωνε η Ίρις Σκαραβαίου δυο εβδομάδες πριν την πρεμιέρα, μια ευκαιρία
ν’ αναστηλωθεί «το γόητρον της έβδομης τέχνης, το οποίον δυστυχώς μερικοί
αδαείς εκρήμνισαν εις τον τόπον μας».
Η ταινία βασιζόταν στην ομώνυμη οπερέτα των Νίκου
Χατζηαποστόλου και Γιάννη Πρινέα, ο οποίος υπέγραφε και το κινηματογραφικό
σενάριο. Ήταν «η πρώτη ηχητική και άδουσα» χάρη σε μια πατέντα της
«Νταγκ» ελλείψει τεχνικών μέσων: η εγγραφή του ήχου έγινε χωριστά από το φιλμ
σε πλάκες γραμμοφώνου από ένα συνεργείο φωνοληψίας της Οντεόν. Κατά τ’ άλλα η
«Νταγκ» διέθετε αρτιότερο τεχνικό εξοπλισμό σε σχέση με το παρελθόν: φωτιστικά
εξαρτήματα που χρησιμοποιούνταν από γερμανικά στούντιο, προβολείς μεγάλης έντασης
κλπ.
Η υπόθεση της ταινίας, που
σώζεται μέχρι σήμερα, έχει ως εξής:
Ο
εικοσάχρονος Πέτρος Λαμπέτης, γόνος εξαιρετικής οικογενείας, πλην όμως ορφανός
και άπορος, ζει σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας. Παρότι είναι φτωχός, οι
άνθρωποι της γειτονιάς τον αποκαλούν «πρίγκιπα»για τη φινέτσα και τους τρόπους
του.
Ο
Πέτρος είναι ερωτευμένος με την Τιτίκα, η οποία κερδίζει τα προς το ζην με
δυσκολία, πουλώντας λουλούδια. Ωστόσο η σύμπτωση τον φέρνει κοντά στην κόρη
ενός πλούσιου, τη Βέρα Παραλή, η οικογένεια της οποίας μόλις έχει επιστρέψει
από την Αμερική. Μια μέρα, ενώ η Βέρα κάνει βόλτα με το άλογό της, εκείνο
αφηνιάζει, ώστε η κόπελα σώζεται από βέβαιο θάνατο χάρη στον Πέτρο, ο οποίος τυχαίνει
να βρίσκεται εκεί κοντά. Το πλούσιο κορίτσι αναστατώνει το νεαρό άντρα, που
φεύγει χωρίς να της πει ποιος είναι.
Εν τω μεταξύ με
τη Βέρα είναι ερωτευμένος ο Ζηνόβιος Κυριακός, γραμματέας του Παραλή, όμως ο
τελευταίος δεν τον εγκρίνει για γαμπρό του. Τότε εκείνος μ’ ένα φίλο του
σχεδιάζουν να παρουσιάσουν στον Παραλή κάποιον ψευτοαριστοκράτη για γαμπρό,
τον οποίο ν’ αντιπαθήσει, ώστε να δεχτεί να δώσει την κόρη του στο Ζηνόβιο. Οι
δυο φίλοι επιλέγουν συμπτωματικά τον Πέτρο, ο οποίος δέχεται να πάρει μέρος σ’
αυτήν την «πλάκα», ώστε να βγάλει λίγα χρήματα για να μπορέσει να παντρευτεί
την Τιτίκα.
Ένας
συμβολαιογράφος αναζητά τον Πέτρο για να τον ενημερώσει ότι έχει κληρονομήσει
μια σημαντική χρηματική περιουσία από τον παππού του, που πέθανε στον Καναδά,
όμως μια κωμική παρεξήγηση δεν του επιτρέπει να μιλήσει με τον άμεσα ενδιαφερόμενο!
Ο Πέτρος καταφτάνει
στο σπίτι της Βέρας υποκρινόμενος τον «πρίγκιπα του Άθω». Την αναγνωρίζει, όμως
με βαριά καρδιά εξακολουθεί να υποδύεται τον δήθεν αριστοκράτη. Στο πάρτι
καταφθάνουν λίγο αργότερα και ο Καρούμπας με τον Καρκαλέτσο, οι οποίοι προκαλούν
ιδιαίτερη αίσθηση με την αλλόκοτη συμπεριφορά τους. Στο σπίτι του Παραλή,
όμως, βρίσκεται και η Τιτίκα, που έχει φέρει λουλούδια για το στολισμό και συλλαμβάνει
τον Πέτρο και τη Βέρα σε μια τρυφερή στιγμή.
Ο Ζηνόβιος αποκαλύπτει στο αφεντικό του την πραγματική ταυτότητα του ψευδοπρίγκιπα –χωρίς φυσικά ν’ αποκαλύψει το δικό του ρόλο στην απάτη– και ο Πέτρος διώχνεται κακήν-κακώς από το σπίτι του Παραλή. Γρήγορα όμως ο Παραλής μαθαίνει την αλήθεια και στέλνει γραπτή συγγνώμη στον Πέτρο, ενημερώνοντάς τον ότι η πόρτα της οικίας του είναι πλέον ανοιχτή για εκείνον. Όμως ο Πέτρος απορρίπτει την πρόσκληση και τα εκατομμύρια του Παραλή για την αγάπη της Τιτίκας!
Σύμφωνα με το σκηνοθέτη, Δημήτρη Γαζιάδη, η οπερέτα
μεταφέρθηκε ως ένα «εξευγενισμένο λαϊκό ρομάντσο, χωρίς τίποτε το μόρτικο,
αλλά μ’ απεικόνιση της ελληνικής λαϊκής ψυχής, της καλής ψυχής του Ρωμιού, που
ενώ του προσφέρεται η αγάπη μιας πλούσιας, την αποκρούει για την αγάπη του
φτωχού κοριτσιού που του έχει αφοσιωθεί».
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του 1930 σε
διάφορα σημεία της πρωτεύουσας, όπως στην Πλάκα, στου Ψυρή, στην Αγορά, στο
Θησείο, στο Γκάζι, στα Χαυτεία, στην Πλατεία Συντάγματος, στην Ομόνοια, στην
οδό Σταδίου, στην Πανεπιστημίου και στο ανάκτορο του Τατοΐου, που αποτέλεσε τη
βίλα του Παραλή!
Πήραν
μέρος οι:
Μαίρη Σαγιάνου ………..... Τιτίκα
Πέτρος Επιτροπάκης …….. Πέτρος Λαμπέτης («πρίγκιπας»)
Πέτρος Κυριακός ………... Γιώργος
Καρκαλέτσος
Ιωάννης Πρινέας ……….... Νικόλαος Καρούμπας
Γεώργιος Χριστοφορίδης .... Αθανάσιος Παραλής
Βέρα Χριστοφορίδου ……. Βέρα
Παραλή
Νικόλαος Περδίκης …….... Ζηνόβιος Κυριακός
Μαρία Μαντινειού ………. Αρετούσα
(θεία της Βέρας)
Μαρία Πρινέα …………... Βαρβάρα
Άγγγελος Χρυσομάλλης …. συμβολαιογράφος
Κωνσταντίνος Πομόνης …. φίλος του Ζηνόβιου
Βασίλειος Αφεντάκης ……. ταβερνιάρης
Τιτίκα Σοφιάδου …………. δασκάλα
Όλγα Βαλτετσιώτη ……… νεόπλουτη
(Ρεβέκα)
Βατίστας,
Δράμαλης, Πατρίκιος κ.ά.
Ήταν η δεύτερη κινηματογραφική της εμφάνιση της Μαίρης
Σαγιάνου, ήδη η «αντιπροσωπευτικωτέρα φυσιογνωμία του Ελληνικού Κινηματογράφου,
και η μεγαλειτέρα ελπίς του, χάρις εις την θαυμαστήν της εκφραστικότητα, την
μεγάλην της φωτοζενί, την αφέλειάν της, τας μετρημένας της κινήσεις, την
βαθείαν αίσθησιν που την χαρακτηρίζει και την μεγάλην της αντίληψιν»,
σύμφωνα με την Ίριδα Σκαραβαίου.
Μια αξιοσημείωτη πληροφορία, ο ρόλος του Πρίγκιπα
αρχικά είχε προταθεί στο Λυκούργο Καλαποθάκη.
Ως προς το μουσικό σκέλος, πέρα από τα γνωστά
τραγούδια της οπερέτας, κατά τη διάρκεια προβολής της ταινίας ακούστηκαν και
τρία πρωτότυπα τραγούδια του Ν. Χατζηαποστόλου. Τα δύο είχαν τους τίτλους «Σαν
γλυκό όνειρο» και «Τι μάτια!».
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ (ενδεικτική αναφορά):
από 28.04.1930 Αθήνα «ΑΤΤΙΚΟΝ»
από 12.05.1930 Πειραιάς
«ΚΑΠΙΤΟΛ»
από 29.05.1930 Πάτρα
ταράτσα «ΠΑΝΘΕΟΝ»
από 16.10.1930 Καλαμάτα
«ΕΣΠΕΡΟΣ»
από 03.11.1930 Θεσσαλονίκη
«ΔΙΟΝΥΣΙΑ»
από 03.11.1930 Πειραιάς
«ΚΑΠΙΤΟΛ»
από 12.11.1930 Αλεξάνδρεια
«ΡΙΑΛΤΟ»
από 05.01.1931 Πειραιάς
«ΚΑΠΙΤΟΛ»
έως 05.04.1931 Κοζάνη «ΩΡΙΩΝ»
από 29.11.1931 Κάιρο «ΚΟΥΡΣΑΛ»
14 - 15.04.1932 Καβάλα
«ΟΛΥΜΠΙΑ»
από 18.07.1932 Ηράκλειο
«ΒΟΣΠΟΡΟΣ»
22 - 27.09.1932 Βόλος
«ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΗ»
από 28.11.1932 Σέρρες
«ΠΑΝΘΕΟΝ»
από 09.03.1933 Μυτιλήνη
«ΣΑΠΦΩ»
16 - 20.04.1933 Χανιά «ΠΑΝΘΕΟΝ»
Αρνητικές
εντυπώσεις άφησαν οι «Απάχηδες» στην
Καβάλα. Οι προβολές διακόπηκαν λόγω
τεχνικών προβλημάτων που έκαναν την ταινία «αγνώριστη», ενώ η κινηματογραφική
αίθουσα και τοπική εφημερίδα κατηγορούσαν... τους Δραμινούς, ότι είχαν στείλει
το φιλμ ελαττωματικό!
Αν πιστέψουμε σ’ ένα δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας,
οι «Απάχηδες» προβλήθηκαν επίσης σε Αγγλία, Σουηδία και Νορβηγία, όπως και στην
Κωνσταντινούπολη, όπου σημείωσε ρεκόρ, στις αρχές του 1931.
Το Έθνος σχολίαζε ότι «γενικώς η εντύπωσις εκ της ταινίας είνε καλή, ιδιαιτέρως δ’ επιτυχής
είνε η φωτογραφία της», όμως το πολυδιαφημισμένο ηχητικό σκέλος «δεν λέει εξαιρετικά πράγματα». Ο συντάκτης εξοργίστηκε από «μερικές σκηνές μάγκικες πετροπολέμου.. που
γίνονται εις αυτήν την πλατείαν του Θησείου –και που δίδουν την εντύπωσιν ότι η
Αθήνα είνε πόλις όπου οι αλήτες κάνουν ομηρικές συμπλοκές ανενόχλητοι και οι
νοικοκυραίοι κλείνουν τα παράθυρα των σπιτιών τους διά να μην τους έλθη καμμιά
πέτρα στα μούτρα!». Όπως ο υπερευαίσθητος θεατής του «Παληάτσου» ζητούσε
παρέμβαση της λογοκρισίας, έτσι κι αυτός αναρωτιόταν «πώς επιτρέπονται να προβάλλωνται τέτοια πράγματα, που αδικαιολογήτως
μας δυσφημίζουν εις τα μάτια των ξένων, μάλιστα αυτές τις ημέρες, που
φιλοξενούμε πάρα πολλούς από αυτούς και που πολλοί, ασφαλώς, θα θελήσουν να
ιδούν και ένα ελληνικόν φιλμ»!
Για έναν «αναντιρρήτως ικανοποιητικόν επίλογον της
εφετεινής κινηματογραφικής μας παραγωγής» έκανε λόγο η Ίρις Σκαραβαίου
στην Εσπερινή. Ξεχώρισε τη «μοναδική λεπτότητα, φυσικότητα και έκφρασιν όχι
τυχαίαν» της Σαγιάνου, η οποία ήταν «μία πραγματική απόλαυσις». Από
«μεγάλη λεπτότητα» διακρινόταν ο Επιτροπάκης («συμπαθέστατος» ως
ζεν πρεμιέ). «Εξαιρετικά καλός» ο Γιάννης Πρινέας, ενώ χάρη στη
Μαντινειού και τον Κυριακό η ταινία διατήρησε «το γνήσιον χρώμα της λαϊκής
λιθογραφίας με όλα τα έντονα χαρακτηριστικά της». «Αρκετά περιποιημένη»
η σκηνοθεσία, «επιτυχείς» οι φωτισμοί και «αξιοσημείωτος» η
φωτογραφία πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, απογοητευτικό όμως ήταν το ηχητικό
σκέλος: «Ακούομεν δηλαδή τας φωνάς των ηθοποιών εκείνων που υποτίθεται ότι
τραγουδούν εκάστοτε, ενώ τα χείλη των είνε κλειστά εις την εικόνα των, την
οποίαν αντικρύζομεν»!
Αντίθετα, ο Καπ. Σ. της Πατρίδας
ήταν επιεικής. Επαινούσε την «Νταγκ», διότι «ετόλμησε και έκαμε τον
πειραματισμόν και τα κατάφερε μια χαρά», ενώ προέβλεψε ότι η ταινία, «η
καλλιτέρα που επαίχθη ως σήμερα», θα αποτελούσε την απαρχή «μιας νέας
λαμπράς εποχής» για τον ελληνικό κινηματογράφο. Διθυραμβικό ήταν το σχόλιό
του για τη Σαγιάνου, η οποία «ηρίστευσε καθ’ όλην την γραμμήν, διότι είνε
ωραία και κατέχει τελείως το μυστικόν του καλού παιξίματος εις τον κινηματογράφον».
Η Στέλλα Χριστοφορίδου έπαιξε «όσον ημπορούσε καλλίτερα», ενώ θετικά
αξιολόγησε το σκηνοθέτη, Δ. Γαζιάδη, ο οποίος «φαίνεται να κατέχη... εις την
εντέλειαν τα μυστικά της οθόνης». Ως παράδειγμα έφερε την παρακάτω σκηνή: «Εκείνος
ο χονδρός κρασοπατέρας που βουτά το ψωμί του εις τα ρεβίθια και αφού αδειάση το
πιάτο του, εξακολουθεί να το σκουπίζη δυο και τρεις φορές με το ψωμί του, είνε
αληθινόν αριστούργημα ηθογραφίας. Ο ταβερνιάρης και οι θαμώνες της
«Κληματαργιάς» μια ζωντανή αθηναϊκή συνοικία». Θετικά αποτιμούσε και τη
σκηνή του πετροπόλεμου, καθώς ο κόσμος «ξεκαρδίζεται στα γέλοια» από τις
ερμηνείες.
Η εφημερίδα Ταχυδρόμος της
Αλεξάνδρειας έγραψε για μια «μεγάλην επιτυχίαν εις την πρόοδον της ελληνικής
κινηματογραφίας», ενώ τα διάφορα λαϊκά μουσικά μοτίβα του Χατζηαποστόλου –προ
παντός στη σκηνή της ταβέρνας– αξιολογήθηκαν ως «επιτυχέστατα» και προκαλούσαν
«τον γενικόν ενθουσιασμόν».
«Όλοι οι σαρκαστικοί καγχασμοί με τους οποίους την ανεμένατε να την
υποδεχθήτε θα πνιγούν εις τον λάρυγγά σας. Διότι πρόκειται περί θαύματος
κυριολεκτικώς» έγραφαν τα Μακεδονικά Νέα, που αποθέωναν τη σκηνοθεσία: «Ο έτερος των Γαζιάδηδων, ο σκηνοθέτης,
απεδείχθη αυτήν την φοράν δαιμόνιος. Είνε τόσο καλά βαλμένο το έργο. Έχει τόσο
ωραίας ευρέσεις, τόσο αβράς εμπνεύσεις, τόσο πετυχημένες σκηνικές
εκμεταλλεύσεις. Τι πλούτος έπειτα ανεκτιμήτων πινάκων εκείνη η παρέλασις της
Αθήνας με τα τοπεία της, τα μνημεία της, τα στενοσόκακα της Πλάκας, της
ταβέρνες των. Εάν έτσι βγαίναν όλες οι ελληνικές ταινίες, τύφλα νάχε η Αμερική
με όλα της τα Χόλλυγουντ..».
Τι έλεγαν όμως οι ξένοι; «Ατυχή» χαρακτήριζε συνολικά την ταινία ο ανταποκριτής του Variety, ο οποίος έκρινε «αποτυχημένη» την προσπάθεια της «Νταγκ» να τη γυρίσει ως ηχητική· ο δε γάλλος κριτικός, που έτυχε να παρακολουθήσει τους «Απάχηδες των Αθηνών» στην ελληνική πρωτεύουσα, φέρεται να σχολίασε ότι «Η ταινία αυτή δεν έχει ούτε κεφάλι ούτε ουρά, ωστόσο είναι μια περίεργη ταινία».
[Η ανάρτηση ενημερώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε στο: protestainies.blogspot.com/p/2025.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου