Σελίδες

Σελίδες

Κινηματογραφικές εξελίξεις στη Θεσσαλονίκη (1923-1927)

Η παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του Μεσοπολέμου αποτελεί ένα αρκετά ενδιαφέρον κεφάλαιο, δύσκολο όμως να ερευνηθεί στην πληρότητά του. Αναφέρθηκαν σε προηγούμενες σελίδες κάποιες προσπάθειες με σημείο αναφοράς το διευθυντή του κινηματογράφου «Ολύμπια», Δημήτρη Καμινάκη: τα πρώτα θεσσαλονικιώτικα ζουρνάλ στις αρχές του 1913, καθώς και κάποιες άλλες ταινίες παραγωγής 1914 και 1920 –μια προφανώς ενδεικτική αναφορά βάσει τυχαία εντοπισθέντων δημοσιευμάτων.

Από κει και πέρα, στις αρχές του 1923 εντοπίζουμε στις τοπικές εφημερίδες τη γνωστοποίηση της κινηματογράφησης τουλάχιστον δύο αθλητικών γεγονότων: α) ο αγώνες βόλεϊ της ομάδας του 1ου Γυμνασίου με την ομάδα της Χ.Α.Ν.Θ. στο γήπεδο του «Ηρακλή» στις 21 Ιανουαρίου· β) οι διεθνείς αγώνες ανώμαλου δρόμου 6.400 μ. στις 4 Φεβρουαρίου, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι του είδους που διεξήχθησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα. Ωσόσο και στις δύο περιπτώσεις, δεν είναι γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες (ποιος είχε την πρωτοβουλία, ποιος ήταν ο οπερατέρ) ούτε αν τα σχετικά ζουρνάλ προβλήθηκαν επί της οθόνης.

Ιδιαίτερη κινητικότητα σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1924. «Ιδού ότι ιδρύονται τρεις Κινηματογραφικαί εταιρείαι εις την πόλιν μας» ανήγγειλαν τα Μακεδονικά Νέα στις αρχές Σεπτεμβρίου εκτιμώντας υπεραισιόδοξα ότι η Θεσσαλονίκη θα γινόταν «το Λος Άντζελες της Ελλάδος». Δημοσιεύματα του τοπι­κού τύπου αναφέρονταν στο γύρισμα ταινιών μυθοπλασίας από αντιπρόσωπο μεγάλης κινηματογραφικής εταιρίας με τη συμμετοχή ερασιτεχνών ηθοποιών.

Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε με την ίδρυση της «Φώτο Ελεκτρίκ Φιλμ» των Ηρακλή Φοίβου και Ι. Αγκοπιάν. Ήδη στις 12 Μαΐου 1924 προβλήθηκε στο «Σινέ Κονσέρτ» του Λευκού Πύργου το ζουρνάλ «Η τελετή της διακομιδής των οστών των πεσόντων Ιταλών», δικής τους παραγωγής. Σχετική αγγελία στην εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος καλούσε το κοινό «Τρέξατε να ιδήτε ολόκληρον την Θεσ/νίκην επί της Οθόνης», ενώ ανήγγειλε την επικείμενη προβολή και έτερου ζουρνάλ με τίτλο «Το στρατιωτικόν συμβούλιον της Θεσ/νίκης».

Το καλοκαίρι του 1924 η εταιρία ανέλαβε τη διαχείριση του θερινού κινηματογράφου στο Ρωσικό Πάρκο, που ένα χρόνο αργότερα θα μετονομαζόταν σε «Παράδεισος», ο δε Ηρακλής Φοίβος –ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους της πόλης με καταγωγή από τη Ρουμανία– είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση.

Η βασική όμως φιλοδοξία της «Φώτο Ελεκτρίκ» ήταν να γυρίσει ταινίες μυθοπλασίας «καθαρώς ελληνικής υποθέσεως» με Θεσσαλονικείς ερασιτέχνες ηθοποιούς. Ένας εξ αυτών ήταν ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομίδης, ο οποίος –σ’ ένα σχετικό αφιέρωμα της εφημερίδας Μακεδονία μετά από πολλά χρόνια– θυμόταν ότι στην πρώτη απόπειρα της «Φωτο Ελεκτρίκ» είχαν πάρει μέρος και οι Κ. Κροντηράς, Κολοκυθόπουλος (αργότερα υπάλληλος στη γεωπονική υπηρεσία στην Έδεσσα), Δημ. Ρέγκος (αργότερα διευθυντής της «Σκούρα-Φιλμ»), Γ. Βαλασσίδης (αργότερα οδοντίατρος), Βεκιάρης (αργότερα δημοσιογράφος) και η Ίντα Γκαμπάι (τότε τελειόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Θεσσαλονίκης). Ο Οικονομίδης όμως αποσιώπησε το όνομα της κεντρικής πρωταγωνίστριας από... διακριτικότητα, επειδή εκείνη «εντελώς ακουσίως της εγένετο αφορμή να ναυαγήση η υπόθεσις , λόγω των σφοδρών ερωτικών αισθημάτων, που ενέπνευσε εις μερίδα των υποψηφίων "αστέρων"».

Τι γνωρίζουμε για την πρώτη απόπειρα να γυριστεί μια θεσσαλονικιώτικη ταινία μυθοπλασίας...

Μετά από εκπαίδευση δύο μηνών, οι υποψήφιοι αστέρες άρχισαν τις πρόβες για το γύρισμα μιας ταινίας με τίτλο «Κτηνάνθρωπος» σε σενάριο Κ. Κροντηρά ή «Στα κύματα» σε σενάριο Βεκιάρη. Τον Αύγουστο του 1924 γυρίστηκαν κάποιες σκηνές πάνω σε καράβι, αφήνοντας θετικές εντυπώσεις. Όμως αυτές ήταν και οι μοναδικές. Τα σχέδια της «Φωτο Ελεκτρίκ» ναυάγησαν, όταν οι φιλόδοξοι ηθοποιοί στασίασαν και προσχώρησαν σε μια νέα κινηματογραφική εταιρία –πιθανόν στη S.A.D.A.C. (Société Anonyme Des Amis du Cinéma) που αποτελούσε παράρτημα γερμανικής και σχεδίαζε το γύρισμα άλλου σεναρίου, το οποίο όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Το Σεπτέμβριο του 1924, ο χρονογράφος της εφημερίδας Μακεδονικά Νέα, που υπέγραφε με το ψευδώνυμο «ΙΑΒΕΡΗΣ», ασχολήθηκε επί μακρόν –με διάθεση αρκετά σκωπτική– με μια ομάδα ερασιτεχνών φίλων του κινηματογράφου και πιο συγκεκριμένα με τις γενικές προετοιμασίες, τις πρώτες πρόβες μέσα σ’ ένα γενικό κλίμα χάους και αταξίας και τελικά με την απόπειρα γυρίσματος μιας κινηματογραφικής σκηνής εν πλω. Στα χρονογραφήματα, που δημοσιεύηκαν στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας υπό το γενικό τίτλο «ΝΕΤΟΤΣΚΑ ΦΡΑΟΥ ΝΕΣΒΑΝΟΒΑ» από τις 12 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1924, γινόταν αναφορά σε μια εταιρία «Φωτο Φιλμ», η οποία στην πραγματικότητα ήταν η «Φωτο Ελεκτρίκ». Ως πρωταγωνίστρια μνημονευόταν μια Ρωσίδα με το ψευδώνυμο «Νετότσκα Νεσβανόβα», εμπνευσμένο από το όνομα της ηρωίδας ενός μυθιστορήματος του Φ. Ντοστογέφσκι, ενώ ως σεναριογράφος και πρωταγωνιστής αναφερόταν ο Κρόνιος. Ο δημοσιογράφος παραδέχτηκε ότι είχε αλλάξει τα ονόματα, ακόμη και γεγονότα· άλλωστε επί της ουσίας τα κείμενα, γραμμένα με μάλλον ανορθόδοξο στυλ, περιέγραφαν το χρονικό μιας προαναγγελθείσα αποτυχίας, μέσα από αυτά δε ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το μάταιο της προσπάθειας, από την οποία περίσσευε ο ρομαντισμός και έλειπε ο στοιχειώδης έστω επαγγελματισμός.

Σε δυο από τα χρονογραφήματα δίνεται μια πολύ γενική ιδέα για την υπόθεση του σεναρίου: Σε κάποιο ρομαντικό, παραθαλάσσιο χωριουδάκι της Χαλκιδικής ζει ένας ιερέας, ο μπαρμπα Νικόλας, με την κόρη του, Περμαθούλα. Ένα καλοκαίρι, στο χωριό αυτό έφτασε ένας καλλιτέχνης, ο οποίος αγάπησε το νεαρό κορίτσι, τα δε αισθήματα ήταν αμοιβαία. Ωστόσο μια μέρα ο παπάς αρραβώνιασε την Περμαθούλα μ’ ένα ξενιτεμένο παλικάρι. Στο τέλος της ιστορίας η κοπέλα έπεσε από ένα γκρεμό και σκοτώθηκε, αφού προηγουμένως είχε εξομολογηθεί στον παπά ποιον αγαπούσε αληθινά.

Ο «Ιαβέρης» συμμετείχε μ’ ένα μικρό ρόλο ως «θείος» της ηρωίδας. Τα σχετικά αποσπάσματα από τα χρονογραφήματά του αποτελούν σπάνιο ντοκουμέντο για την πρώτη απόπειρα να γυριστεί μια ταινία μυθοπλασίας στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και για την ανταρσία που οδήγησε στο πρόοωρο άδοξο τέλος της. Διαβάζουμε:

«[...] Την επομένην ήταν η μεγάλη ημέρα. Όλος ο θίασος των ερασιτεχνών θα συνεκεντρούτο υπό το ξενοδοχείον “Ματζέστικ”, όπου ο οπερατέρ Τζακ Αγκοπιάν ανέμενε με την μηχανήν του. Όλοι μαζύ θα επιβιβάζοντο του μεγάλου πενταϊστίου νάβη η “Αγάπη” προ πολλού ορμούντος εις τον λιμένα μας.

Ο “Μιζ αν σεν” είχε φιλοτεχνήση μίαν σκηνήν, η οποία απαραιτήτως έπρεπε να γυρισθή επί του καταστρώματος μεγάλου πλοίου.

Όλοι παρόντες. Ο ένας Τάκης με την ναυτικήν του στολήν, ο έτερος με την του ανθυπολοχαγού. Ο Σπίνος ντυμένος ναύαρχος, ο κ. Ρέγκας σκάφανδρον, ο Μανωλάκης περιβεβλημένος στέφανον ρόδων και ο “θείος” με την πίπαν του.

- Πού είνε ο κ. Κρόνιος;

- Εδήλωσε δι’ επιστολής, ότι μετά το χθεσινόν κατάβρεγμα αποχωρεί του θιάσου.

- Τι κρίμα! Και τώρα πού θα εύρωμεν “κτηνάνθρωπον”;

- Ιδού εγώ, είπεν ο Σπίνος. Γνωρίζω υπέροχα τον ρόλον.

- Και η Νετότσκα;

- Να την!..

Πράγματι ενεφανίσθη περισσότερον χαρίεσσα ή άλλοτε, περισσότερον μυραμένη του συνήθους.

- Πάμε, είπε και το βλέμμα της ανεζήτησε τον Κρόνιον.

Μ’ εκύτταξε πονηρά και μου έκλεισε το μάτι. Έπειτα μου είπε συνθηματικά.

- Είσθε ευχαριστημένος από την ανεψιάν σας “θείε” μου;

- Πολύ. Ο Ιαβέρης σεμνύνεται διά την ανεψιάν του.

Όλη η παρέα του Φωτο-φιλμ ευρίσκεται στη βάρκα διπλαρωμένη στο κολοσσιαίον “Νάβι”.

Εκεί μία δυσκολία γεννάται. Η κλίμαξ των επιβατών είναι χαλασμένη. Κατ’ ανάγκην όλοι και όλαι πρέπει ν’ ανεβούν από την ανεμόσκαλαν. Διά τους κυρίους το πράγμα είναι ευχερές. Διά τας κυρίας όμως; Ο αέρας φυσούσε δυνατά. Τι θα απεκαλύπτετο κατά την άνοδον;

Η Νετότσκα δηλοί:

- Γυρίζω πίσω. Δεν ανεβαίνω!

Τέλος ανήλθον.

Δεν θα ενδιατρίψω διά μακρών εις τας κωμικάς περιπετείας επί του καταστρώματος, όπου πάσα ιδέα τέχνης εξητμίσθη, και όπου κατά τον γελοιωδέστερον τρόπον επεχειρήθη “τράβηγμα” ταινίας. Όλοι, ακτέρ και ακτρίς, εκινούντες χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ζωήν. Εγένετο πλέον καθαρά αντιληπτόν, ότι εις την Ελλάδα δεν μπορούσε να σταθή ένα τέτοιο πανηγύριον. Οι αρσενικοί μαζεύθηκαν εις την πρύμνην και έκαμαν συμβούλιον. Αποτέλεσμα: Άμεσος αποχώρησις εκ της εταιρίας.

Οι θηλυκοί κατέβηκαν εις το καρρέ των αξιωματικών και συνεννοήθησαν: Εφ’ όσον δεν μπορούσε να ευρεθή γαμβρός μεταξύ των εταίρων, ουδένα προορισμόν είχεν η εταιρεία. Απεφάσισαν λοιπόν και αυταί ν’ αποχωρήσουν.

Το μεσημέρι μ’ εκάλεσεν ιδιαιτέρως η Νετότσκα.

- Αγαπητέ “θείε”, μου είπε, λυπούμαι διότι παύω από του να είμαι... ανεψιά σας.

- Αυτό δεν σημαίνει, ότι θα παύσωμεν να είμεθα και φίλοι.

- Α, όχι. Εσείς μένετε εις το Φιλμ;

- Όχι τέκνον μου. Εξεπληρώθη και ο ιδικός μου προορισμός. Ο Ιαβέρης έχει θέμα.

- Και οι άλλοι;

- Ούτε εκείνοι μένουν, εφ’ όσον το ίνδαλμά των, η Νετότσκα αποχωρεί.

- Ώστε μ’ αγαπούσαν όλοι αυτοί οι νεαροί;

- Βεβαίως.

- Και εκείνος εκεί ο αντιπαθητικός κ. Ρέγκας;

- Και αυτός επίσης.

- Πότ’ προύκλιατ! εψιθύρισε ρωσσιστί.

Έτσι αδόξως λοιπόν ετελείωσεν η ιστορία του Φωτο-φιλμ. Ίσως να μην ήμουν σαφής, ούτε επαγωγός. Οι αναγνώσται μου ας με συγχωρήσουν. Ηναγκάσθην διά λόγους ευνοήτους να παραποιήσω ονόματα, να διαστρέψω γεγονότα. Ίσως μίαν ημέραν γραφούν εκτενέστερον. Ίσως. Οι φίλοι του κινηματογράφου είναι νέοι με μέλλον.

Θα ζήσουν και θα πληθυνθούν. Ίσως μάλιστα και να μεγαλουργήσουν. Τα πρώτα βήματα υπήρξαν ατυχή. Αργότερα ίσως έλθη η επιτυχία».

 

Στα παρασκήνια των προβών αλλά και της μοναδικής γυρισθείσας σκηνής του «Κτηνανθρώπου» μεταφερόμαστε και από κάποιες αναφορές του δημοσιογράφου Τάκη Οικονομίδη σ’ ένα αφιέρωμα στην κινηματογραφική απόπειρα της «Φωτο Ελεκτρίκ», όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία το Δεκέμβριο του 1938:

«Προτού όμως φθάσουν τα πράγματα εις “διάλυσιν του ονείρου” προηγήθησαν επί σεναρίου του κ. Κ. Κροντηρά μακραί και επίπονοι δοκιμαί εις μίαν των αιθουσών του Κρατικού Ωδείου. Έκθαμβοι οι περιπατηταί της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου έβλεπον διαφόρους νέους να πηδούν από τα χαμηλά παράθυρα του Ωδείου, να τρέχουν, να... χαστουκίζωνται και να διαπράττουν και άλλα επεισοδιακά πράγματα συμφώνως προς το “σενάριο”. Τας δοκιμάς διηύθυνεν ο κ. Φοίβος μαζί με τον Αρμένιον οπερατέρ κ. Αγκοπιάν, όστις επειδή κατείχε την γαλλικήν γλώσσαν έδιδε την εντύπωσιν, ότι κατέχει και την... γαλλικήν κινηματογραφίαν.

Του πρώτου αυτού ελληνικού φιλμ εγυρίσθησαν μερικαί σκηναί επί μιας νάβας ευρισκομένης τότε εν εγκαταλείψει εις τον Θερμαϊκόν. Η πρώτη εκείνη εκτέλεσις εστοίχισεν ουκ ολίγα, διότι είχον επιστρατευθή φιγκιουράν [σ.σ. κομπάρσοι], διότι είχον αγορασθή τρόφιμα, διότι κατηναλώθησαν εκατοντάδες μέτρων αρνητικού φιλμ. Ο “κεφαλαιούχος”, ένας αγαθός άνθρωπος εξ Αμερικής, ετραβούσε κυριολεκτικώς τα μαλλιά του, όταν παρουσίασαν τον λογαριασμόν και ηρνήθη να συνεχίση την χρηματοδότησιν.

Το γύρισμα του φιλμ εκείνου παρουσίασε πλήθος κωμικών επεισοδίων. Εν πρώτοις το πανάρχαιον μηχάνημα λήψεως εχαλνούσε κατά κανόνα εις τας κρισιμωτέρας στιγμάς, οπότε βαρειά ηκούετο η φωνή του Αρμενίου οπερατέρ κ. Αγκοπιάν:

- Ο μηχανής κολλημένο ένεται!

Ένας όμιλος φιγκουράν και “πρωταγωνιστών” είχαν ανακαλύψη εις κάποιαν από τας γωνίας της νάβας τα τρόφιμα και τα ποτά και δεν άργησαν να εμφανισθούν εντός ολίγου εις κατάστασιν απαγορεύσεως... Τέλος εχάλασεν ολόκληρος σκηνή, διότι ο υποδυόμενος τον ρόλον ενός κωμικού καθηγητού κ. Β. ηρνήθη διαρρήδην να ριφθή εις την θάλασσαν, όπως απήτει το έργον, διότι ουδέποτε, ως είπεν, εις την ζωήν του είχεν έλθη εις επαφήν με το κρύο νερό.

Η πρώτη κινηματογραφική προσπάθεια της Θεσσαλονίκης εναυάγησε διά λόγους... ομαδικής ερωτίτιδος. Τινές των πρωταγωνιστών, παρ’ όλον ότι η πρωταγωνίστρια ουδέποτε τους ηξίωσε και ενός βλέμματος, διεπληκτίσθησαν εσπέραν τινά μαγευτικήν με αποτέλεσμα την διάλυσιν ολοκλήρου του μικρού Χόλλυγουντ, που είχε δημιουργηθή στην Θεσσαλονίκην».

Η  προσπάθεια λοιπόν δεν ολοκληρώθηκε, όμως η εταιρία επέμεινε και επεδίωξε εκ νέου το γύρισμα ταινίας μυθοπλασίας την άνοιξη του 1925, όταν η «Φωτο Ελεκτρίκ» είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο σενάρια: την πεντάπρακτη «Φωτιά» των Βύρωνα Αναγνωστόπουλου και Τάκη Οικονομίδη και τον «Άνθρωπο που πέθανε δυο φορές» του δημοσιογράφου Β. Βεκιάρη· ωστόσο κάποιες αντεγκλήσεις δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των σχεδίων. Αντίστοιχα φιλόδοξα σχέδια φαίνεται ότι έγιναν τρία χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1928.

Τελικά, ο Ηρακλής Φοίβος θα συμμετείχε ως οπερατέρ σε μια ταινία μυθοπλασίας («Το Μοιραίον») μόλις το 1931 συνεργαζόμενος με κάποια «Αρτιστίκ φιλμ», ενώ μέχρι τότε αυτός και η «Φώτο Ελεκτρίκ» θα περιορίζονταν στην παραγωγή ζουρνάλ, όπως:

- Η εξόρμηση των μελών του Συνδέσμου Κυνηγών της Θεσσαλονίκης το Μάιο του 1925

- Μια ταινία 1000 μέτρων από τους παμμακεδονικούς αγώνες το Σεπτέμβριο του 1925

- Η γιορτή στην Ιταλική Σχολή Βιλλαΐντα το Μάρτιο του 1927 με αφορμή την έβδομη επέτειο κήρυξης του φασισμού στην Ιταλία

- Μια εκδρομή στη Θάσο και οι αρχαιοπρεπείς γιορτές που διοργανώθηκαν στον αρχαίο ναό του Απόλλωνα και άλλα μνημεία του νησιού τον Ιούλιο του 1928

- Σειρά αθλητικών γεγονότων της Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1929

... και λοιπά ζουρνάλ, για τα οποία γίνεται αναλυτική αναφορά στη σχετική ενότητα.

Ο «ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ» ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΜΙΝΑΚΗ

Μπορεί στον τομέα της μυθοπλασίας η «Φωτο Ελεκτρίκ Φιλμ» να μην κατάφερε να ετοιμάσει μια ολοκληρωμένη δουλειά, κάπως καλύτερα αποτελέσματα όμως φαίνεται ότι ειχαν οι αντίστοιχες απόπειρες της «Σπλέντιτ φιλμ», όπως αναγραφόταν σε δημοσιεύματα του θεσσαλονικιώτικου τύπου η επωνυμία της εταιρίας του Δημήτρη Καμινάκη, ο οποίος άλλωστε ήταν ο διευθυντής του κινηματογράφου «Σπλέντιτ» της πόλης.

Το Σεπτέμβριο του 1925, η εταιρία φερόταν να έχει ολοκληρώσει μια κινηματογραφική ταινία γύρω από τη ζωή του περιβόητου λήσταρχου Γιαγκούλα, έτοιμη να προβληθεί στον κινηματογράφο του Λευκού Πύργου, τον οποίο διηύθυναν οι αδελφοί Σεγούρα.

Σύμφωνα με αμφιβόλου αξιοπιστίας δημοσίευμα των Μακεδονικών Νέων, η ταινία εμφανιζόταν να έχει ήδη αποσπάσει τους επαίνους «πολλών ξένων κινηματογραφικών εταιρειών, όπως π.χ. της Γκωμόν»! Το ίδιο δημοσίευμα, που προσδιόριζε τις δαπάνες των γυρισμάτων σε 1.000.000 δραχμές, σχολίαζε ότι η ταινία παρουσίαζε «έκτακτον ενδιαφέρον από καλλιτεχνικής και κοινωνικής απόψεως», έτοιμη να κάνει ακόμη και το γύρο του κόσμου (!), αρκεί πρώτα να υποστηριζόταν από τους Θεσσαλονικείς, καθώς ήταν «το πρώτον Μακεδονικόν κινηματογραφικόν έργον», αλλά και μια ταινία «διδακτική και σκόπιμος». Μάλιστα η ίδια εφημερίδα θεώρησε σκόπιμο να διευκρινίσει ότι ο Γιαγκούλας «δεν εμφανίζεται όπως μας τον παρουσίασαν οι αδιόρθωτοι ληστοθαυμασταί ως ήρωα και ιππότην των ορέων», αλλά όπως ήταν στην πραγματικότητα, δηλαδή «ένας κακούργος και τίποτε περισσότερον».

Πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον κινηματογραφικό «Λήσταρχο Γιαγκούλα» αποτελεί ένα άρθρο του σεναριογράφου της ταινίας, του δημοσιογράφου Αλέξανδρου Ωρολογά, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία στις 10 Ιανουαρίου 1933. Χάρη σ’ αυτό μαθαίνουμε ότι η απόφαση του Δ. Καμινάκη να γυρίσει δυο-τρεις κινηματογραφικές ταινίες με ερασιτέχνες ηθοποιούς «ώστε να προηγηθή η Θεσσαλονίκη των Αθηνών εις την τέχνην του κινηματογράφου» είχε επηρεαστεί από μια ομάδα νέων, οι οποίοι είχαν εκδώσει τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης («Τέχνη» και «Μακεδονικά Γράμματα»). Κατά τη διατύπωση του Α. Ωρολογά, «Ο κ. Καμινάκης, ενθουσιώδης επιχειρηματίας, εσκέφθη ότι η αναβίβασις επί της Οθόνης της ζωής του ληστάρχου Γιαγκούλα θα συνεκέντρωνε περισσότερον κόσμον από την ταινίαν των παθών του Χριστού» και έτσι απευθύνθηκε στο δημοσιογράφο, ο οποίος είχε γράψει την «ιστοριογραφία» του λήσταρχου και της ομάδας του στην εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος. Πιθανόν σ’ αυτά τα δημοσιεύματα πρέπει ν’ ανατρέξουμε για να αποκτήσουμε μια καλύτερη ιδέα ως προς το σενάριο της ταινίας.   

Στο ίδιο άρθρο διαβάζουμε ότι η επιλογή των ερασιτεχνών ηθοποιών είχε γίνει από τον ίδιο το σεναριογράφο: τον Γιαγκούλα υποδύθηκε ο Νίκος Φαρδής, τη σύντροφό του η «γνωστοστάτη ηθοποιός των λαϊκών έργων» Βικτωρία Κορρέ, ηθοποιοί της παντομίμας από το θίασο της Β. Κορρέ υποδύθηκαν τα παληκάρια του Γιαγκούλα, ενώ τις γυναίκες τους έπαιξαν οι Λίτσα Γιαννοπούλου, Αντιγόνη Γιαννακοπούλου και Αναστασία Μορατόρη. Το ρόλο ενός ληστή ερμήνευσε και ο σεναριογράφος Α. Ωρολογάς κατόπιν πιέσεων από τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι «εφοβούντο την αποτυχίαν ή μάλλον τον εξευτελισμόν» και «εξηνάγκασαν τον υποφαινόμενον να υποδυθή τον ρόλον του ληστού Παπαγεωργίου, ώστε εις περίπτωσιν κωμικοποιήσεως των προσώπων να είναι “όλοι μέσα”».

Ο Αλέξανδρος Ωρολογάς θυμόταν όμως και σκηνές από τα επεισοδιακά παρασκήνια των γυρισμάτων:

«Ο κ. Φαρδής, φοβερός ως Γιαγκούλας. Θα τρόμαζε στην εμφάνισί του και ο ίδιος ο λήσταρχος. Γλυκύτατοι εις τας ερωτικάς εκδηλώσεις οι άνδρες και απείρως ανώτεραι αι γυναίκες. Η Βικτώρια Κορρέ αποχωριζομένη εις μίαν σκηνήν του ληστάρχου συζύγου της, κατεφίλει επί δέκα λεπτά τον κ. Φαρδήν, μη εννοούσα ν’ αφήση ελεύθερον το στόμα του εις το οποίον είχε κολλήσει τα χείλη της.

Ήθελε η Βικτώρια να μιμηθή εις τα φιλιά και τον έρωτα τας διασήμους ηθοποιούς του κινηματογράφου και ουδόλως ελάμβανεν υπ’ όψιν τα επακόλουθα διά τον οικογενειάρχην κ. Φαρδήν.

Τα ίδια σχεδόν επάθαμεν όλοι, το χειρότερον δε ότι η υποδυομένη τον ρόλον της... ερωμένης μου καρακάξα, είχε μια πληγή στο κάτω χείλος.

Μίαν πρωίαν η κινηματογραφική μηχανή ετοποθετήθη κάτωθεν ενός λόφου διά να δέχεται ο φακός όλας τας φάσεις μιας μάχης χωροφυλάκων και ληστών εις την οποίαν ο Γιαγκούλας εθριάμβευε και μετά την νίκην ανήρχετο εις την κορυφήν του βουνού διά να βροντοφωνήση απ’ εκεί ότι συνέτριψε τους εχθρούς. Ο λόφος όμως αυτός ήτο ορατός από τον αμαξητόν δρόμον που ενώνει το Ασβεστοχώρι με την Θεσσαλονίκην.

Δύο αυτοκίνητα ερχόμενα εκ Θεσσαλονίκης επί τη φοβερά θέα του ληστάρχου ήλλαξαν κατεύθυνσι και με ιλιγγιώδη ταχύτητα εχάθησαν από τα μάτια μας. Εγελέσαμεν με το πάθημα των ανθρώπων αλλά παρ’ ολίγον να κλάψωμεν. Διότι δεν πέρασε μισή ώρα ότε μία ίλη ιππέων με καλπασμόν πλησιάζει προς το σημείον όπου ημείς εδρέπαμεν τα αγαθά... της νίκης. Τρόμος μας κατέλαβε επί τη θέα των ιππέων. Ενδεδυμένοι όλοι στολάς ληστών εφοβούμεθα να εκτεθώμεν διά να... παραδοθώμεν και κατόπιν να εξηγηθώμεν.

- Καπετάνιε, τι θα γίνη; Ερωτώ τον κ. Φαρδήν.

Αλλ’ ο κ. Φαρδής δεν μπορεί ν’ απαντήση. Είχε κοπή η φωνή του. Από στιγμής εις στιγμήν ανεμένετο ν’ ακουσθή η πρώτη ομοβροντία και ποίος ξεύρει πόσοι αθώοι θα έπιπτον θύματα μιας παρεξηγήσεως.

Ευτυχώς ο κ. Καμινάκης επρόλαβε με τα χέρια σηκωμένα να σπεύση και να ειδοποιήση τον κ. Ίλαρχον ότι κανείς κίνδυνος δεν υπάρχει διότι οι φυστανελλοφόροι δεν είναι λησταί αλλά ηθοποιοί.

Όταν ο Ίλαρχος έμαθεν ακριβώς περί τίνος πρόκειται εδέχθη να προσθέση την πλουσιωτέραν σκηνήν εις το έργον προθυμοποιηθείς να παίξη με τους ιππείς τον ρόλον του καταδιωκτικού αποσπάσματος και οργίλος να πίπτη κατά των ληστών, οι οποίοι ως εκ θαύματος εσώζοντο.

Δυστυχώς μόλις ητοιμάσθη η ταινία εξεδόθη διαταγή απαγορεύουσα την αναγραφήν ληστρικών κατορθωμάτων και ούτω εν [=ένα] αριστούργημα της πνευματικής και καλλιτεχνικής κινήσεως της πόλεώς μας εχάθη».       

Πολλά χρόνια αργότερα, σε αφιέρωμα της εφημερίδας Μακεδονία το 1977, οι συνεργάτες του Καμινάκη, που είχε φύγει από την ζωή ξεχασμένος γύρω στο 1962, αποκάλυπταν μια ενδιαφέρουσα λεπτο­μέρεια από τα παρασκήνια, ότι για τον κινηματογραφικό «αποκεφαλισμό» του Γιαγκούλα είχε χρησιμοποιηθεί το κεφάλι μιας κούκλας, κατάλληλα μασκαρεμένο, το οποίο πέταξε μπροστά στην κάμερα ο σκηνοθέτης.

Εν τω μεταξύ, ανατρέχοντας στα προγράμματα των αθηναϊκών κινηματογράφων, όπως δημοσιεύονταν στις εφημερί­δες της εποχής, διαπιστώνουμε ότι μεταξύ 14 και 21 Σεπτεμβρίου 1927 στο «Βοτανικό» προ­βαλλόταν μια ταινία με τίτλο «Λήσταρχος Γιαγκούλας». Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες, καθώς οι εφη­μερίδες ούτως ή άλλως δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τα έργα που προβάλλονταν τη θερινή περίοδο και μάλι­στα σ' ένα συνοικιακό κινηματογράφο.

ΟΙ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΟΥΣ «ΕΚΕΣ ΦΙΛΜ»

Τον Οκτώβριο του 1925 εμφανιζόταν σχεδόν έτοιμη και μια δεύτερη ταινία μυθοπλασίας από τη Θεσσαλονίκη υπό τον τίτλο «Η Επανάστασις του 1821». Όπως γράφτηκε μάλιστα, είχαν ήδη ληφθεί προσφορές από μεγάλους κινηματογραφικούς οίκους με σκοπό «το αποτελεσματικόν πλασάρισμά της».

Πάντως τα γυρίσματα συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της χρονιάς. Μια από τις τελευταίες σκηνές γυρίστηκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στην περιοχή Μπεξινάρ τις παραμονές των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με το σενάριο, γύρω στις 30 κοπέλες θα πνίγονταν στη θάλασσα από τους Τούρκους. Καθώς όμως οι φιλόδοξες πρωταγωνίστριες αρνούνταν να πέσουν στα κρύα νερά και δεδομένου ότι οι όποιες απόπειρες να γυριστεί η σκηνή με τις πρωταγωνίστριες στην ξηρά δεν ήταν αληθοφανείς, ο σκηνοθέτης έδωσε τη λύση διατάζοντας να ριφθούν οι κοπέλες στη θάλασσα με το ζόρι, προτού εκείνες μπορέσουν ν’ αντιδράσουν.

Στις αρχές του 1926, «μετά το τράβηγμα όλων των καλλιτεχνικών αλλά και επικινδύνων διά τους παίζοντας σκηνάς της» η ταινία ήταν έτοιμη να προβληθεί άμεσα είτε στη Θεσσαλονίκη, οπότε οι θεατές θα έβλεπαν «τους φίλους των και τους γνωστούς των μεταβληθέντας εις Κινηματογραφικούς αστέρας» είτε πρώτα στην Αθήνα. Σε αφιέρωμα του περιοδικού Κινηματογραφικός Αστήρ το Μάρτιο του 1926 γινόταν λόγος για μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια, που είχε σκοντάψει στη γραφειοκρατία του ελληνικού Δη­μοσίου.

Ως εταιρία παραγωγής αναφερόταν αρχικά κάποια Ελληνική Κινηματογραφική Εταιρία ή «εκεσφίλμ», που θα μπορούσε να αναλυθεί σε «Ελληνική Κινηματογραφική Εταιρία Σπλέντιτ» παραπέμποντάς μας στην εταιρία του Δ. Καμινάκη, ενεργό ρόλο στην οποία φερόταν να έχει και ο επιχειρηματίας Δημήτρης Καρράς. Ωστόσο τον Απρίλιο του 1927, με αφορμή ένα μεγάλο αφιέρωμα στους συνοικιακούς κινηματογράφους της Αθήνας και παρεμπιπτόντως στον επιχειρηματία Δημήτρη Καρρά το περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ χρέωσε την ταινία για την Επανάσταση του 1821 στην εταιρία «Ηρώ Φιλμ».

Σ’ αυτήν την ταινία, που επικράτησε να λέγεται ταινία του «Αλή Πασά», φέρονταν να είχαν πάρει μέρος νέοι καλών οικογενειών της πόλης, όπως οι Μάσσιος, Τ. Οικονομίδης (Ενζολωράς), Συνάνογλου, Στραβάκος, Τσικούδη, Καρίκη, Ποζέλη, Βήττου κ.ά.

Τον Ιούνιο του 1928, η «Ηρώ Φιλμ» δημοσίευσε αγγελία ζητώντας τη συνδρομή ερασιτεχνών ηθοποιών για την κινηματογράφηση των δύο πρώτων έργων της, ο «Χαρτοπαίκτης» και η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Η τελευταία όμως είχε ανακοινωθεί ότι θα γυριζόταν από την «Εκεσφίλμ» το... 1926 με πρωταγωνιστές ανθρώπους «γνωστούς εις τους κύκλους των διανοουμένων» σε σενάριο γραμμένο «επί τη βάσει διαφόρων συγγραμμάτων» και «εντελώς άσχετο» με την αρχαία τραγωδία! Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία εκείνη θα είχε η Μαίρη Τσικούδη, φωτογραφία της οποίας μάλιστα κοσμούσε το εξώφυλλο του περιοδικού Κινηματογραφικός Αστήρ πριν καλά καλά ξεκινήσουν τα γυρίσματα, που δεν ξεκίνησαν ποτέ απογοητεύοντας πολλούς Θεσσαλονικείς.

Το λογικοφανές συμπέρασμα είναι ότι προϊόντος του χρόνου η «Εκές φιλμ» μετεξελίχθηκε σε «Ηρώ φιλμ» και προφανώς αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια του 1926, καθώς τη συγκεκριμένη χρονιά οι δύο επωνυμίες συνυπήρχαν σύμφωνα με δημοσιεύματα. Πιο συγκεκριμένα: Το Φεβρουάριο του 1926 γράφτηκε ότι στην κάμερα της «Εκεσφίλμ» είχε ποζάρει η σύζυγος του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου με αφορμή την επίσκεψή τους στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες αργότερα ωστόσο, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, εμφανίζεται σε δημοσιεύματα των εφημερίδων της Θεσσαλονίκης η «Ηροφίλμ», η οποία ανέλαβε να κινηματογραφήσει μια εκδρομή του Οδοιπορικού Συνδέσμου Βέροιας στη Φλώρινα.

ΖΟΥΡΝΑΛ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

Βέβαια υπήρχαν και πολλά θεσσαλονικιώτικα ζουρνάλ την ίδια περίοδο. Για παράδειγμα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1925 στον κινηματογράφο «Ίλιον» της Θεσσαλονίκης προβλήθηκαν ποδοσφαιρικοί αγώνες της ομάδας του Ηρακλή, που εντυπωσίασαν. Η εφημερίδα Μακεδονία σχολίασε: «Η διαύγεια των στηλών, τα πρόσωπα όλα, των γνωστωτέρων οικογενειών της πόλεώς μας, οι επίσημοι, οι αθληταί, όλοι οι θεαταί, διεκρίνοντο με φυσικότητα έκτακτον». Δεν γνωρίζουμε όμως ποιος ήταν ο οπερατέρ –ο Ηρακλής Φοίβος ή ο Δημήτρης Καμινάκης, ο οποίος άλλωστε από κοινού με το Λεωνίδα Αθανασιάδη κινηματογράφησαν διάφορα επίκαιρα τα επόμενα χρόνια, όπως τα εγκαίνια της ΔΕΘ το 1927 και το 1928.

Αντίστοιχα, δεν έχει ταυτοποιηθεί ποιος ήταν ο κινηματογραφικός οίκος της Θεσσαλονίκης που κλήθηκε να κινηματογραφήσει τους πανθρακικούς αγώνες του 1927 στην πόλη της Δράμας.

Είναι πολύ πιθανή εξάλλου η μεμονωμένη και οπωσδήποτε όχι οργανωμένη απόπειρα ενασχόλησης και άλλων παραγωγών με την παραγωγή τοπικών κινηματογραφικών ζουρνάλ. Στις 28 Ιουνίου 1926, η εφημερίδα Το Φως ενημέρωνε ότι οι αδελφοί Σεγούρα είχαν παρακολουθήσει τα γυμνάσια της XI Μεραρχίας επί των υψωμάτων του Αρσακλή, που είχαν πραγματοποιηθεί ενώπιον του προέδρου της Δημοκρατίας Θ. Πάγκαλου λίγες μέρες νωρίτερα, «και τη βοηθεία ειδικού κατωρθώθη η κινηματογράφησις όλων των φάσεων των επιχειρήσεων». Πράγματι, την επαύριο του δημοσιεύματος, το «Σινέ Βαριετέ Λευκού Πύργου», που τελούσε υπό τη διεύθυνση των αδελφών Σεγούρα, διαφήμιζε στις εφημερίδες της πόλης την προβολή της συγκεκριμένης ταινίας, χωρίς να γνωστοποιεί άλλες πληροφορίες για το όνομα του οπερατέρ.

Γενικά η παρουσία κινηματογραφικής κάμερας αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως δέλεαρ για τους Θεσσαλονικής. Το Φεβρουάριο του 1927, τα εγκαίνια ενός εργοστασίου αλλαντοποιίας, εδωδιμοπωλείου και ζυθοπωλείου στη διαγώνιο Τσιμισκή και Μεγάρου Βαλαούρη απευθύνονταν πρωτίστως σε όσους «θέλουν να ποζάρουν σε κινηματογραφική ταινία»!

Η παρουσία κινηματογραφιστή «με πέντε εκτυφλωτικούς προβολείς και με ιδικόν συνεργείον» προβλήθηκε ιδιαίτερα εν όψει της αποκριάτικης χοροεσπερίδας του κινηματογράφου «Φοίνιξ» στην Τούμπα ένα χρόνο αργότερα.

Αντίστοιχα το Φεβρουάριο του 1929, στα εγκαίνια του πρώτου χαλύβδινου σπιτιού επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως, δέλεαρ για τους προσκεκλημένους ήταν η λήψη ται­νίας από την επίσκεψή τους στο σπίτι, αλλά και από την προηγούμενη παρουσία τους στον κινηματογράφο Πατέ. 


 [Η ανάρτηση ενημερώθηκε σύμφωνα με την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου», που μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://protestainies.blogspot.com/p/2025.html]

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου